κάνης: Difference between revisions
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ὁ) :<br />couvercle <i>ou</i> natte de jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]]. | |btext=ητος (ὁ) :<br />couvercle <i>ou</i> natte de jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάνης]], -ητος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ψαθὶ απὸ πλεγμένο [[καλάμι]], καλαμωτὴ, [[ψάθα]], που φορούσαν οι Αθηναίες [[ὅταν]] έβγαιναν απὸ το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ [[κάνης]] δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία<br /><b>3.</b> [[λίκνο]], [[κούνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]», πιθ. [[κατά]] το [[τάπης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ητος, ὁ,
A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κ. τῆς κοίτης ὑπερέχει, of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v. II = λίκνον, Poll.6.86.
German (Pape)
[Seite 1320] ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.
Greek (Liddell-Scott)
κάνης: -ητος, ὁ ψιάθιον ἐκ καλάμων, ὅπερ αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· ἔνθα ὅμως ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ κάνης, κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν κανήτιον· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν συνήθεια προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν ἀγγεῖον»· παροιμ., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-Κατὰ Σουίδ. «κάνης ὁ ψίαθος. καὶ κλίνεται κάνητος».
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
couvercle ou natte de jonc.
Étymologie: cf. κάννα.
Greek Monolingual
κάνης, -ητος, ὁ (Α)
1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι
2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία
3. λίκνο, κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι», πιθ. κατά το τάπης.