θακέω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> être assis, <i>particul.</i> être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;<br /><b>2</b> séjourner, demeurer.<br />'''Étymologie:''' [[θᾶκος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> être assis, <i>particul.</i> être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;<br /><b>2</b> séjourner, demeurer.<br />'''Étymologie:''' [[θᾶκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾱκέω:''' ([[θᾶκος]]), Ιων. και Δωρ. [[θωκέω]], [[κάθομαι]], σε Ηρόδ., Τραγ.· με σύστ. αντικ. <i>θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας</i>, καθισμένος σε πανίσχυρο θρόνο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ικέτες, σε Σοφ. Ευρ.<br /><b class="num">• θᾱκέω:</b> το επόμ., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱκέω Medium diacritics: θακέω Low diacritics: θακέω Capitals: ΘΑΚΕΩ
Transliteration A: thakéō Transliteration B: thakeō Transliteration C: thakeo Beta Code: qake/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. θωκέω, impf.

   A ἐθάκει Cratin.239: Dor. fut. θωκησῶ Epich.99.1:—sit, ἐν θρόνῳ θωκέων Hdt. 2.173; θωκεῖτε Sophr.60; ἀνωτέρω θακῶν . . Ζεύς A.Pr.315; ἥσυχος θακεῖ S.Aj.325<*> κόραι θάκουν (impf.) . . ᾔνουν τε (Herm. θάκους . . ᾔνουν, om. τε) E.Hec.1153: c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, A.Pr.391; of suppliants, S.OT20, Aj.1173; βώμιος θακεῖς E.Heracl.239.

German (Pape)

[Seite 1181] sitzen, nur praes. u. impf. is. θᾶκος, das Vorige u. θωκέω); θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, auf dem Herrscherthrone sitzen, Aesch. Prom. 389; so auch τάχ' ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν κλύοι Ζεύς, noch viel höher thronend, 313; ἐν μέσοις βοτοῖς θακεῖ Soph. Ai. 318; ἀγοραῖσι O. R. 20; von dem, der sich als Schutzflehender an den Altar setzt, προστρόπαιος, Ai. 1152; vgl. ἐφ' οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Heracl. 240; impf., Hec. 1153.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱκέω: Ἰων. καὶ Δωρ. θωκέω, κάθημαι, θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… Ζεὺς Αἰσχύλ. Πρ. 313· ἥσυχος θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, ἄνευ τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· βώμιος θακεῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 239. ― Πρβλ. θαάσσω, θάσσω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 être assis, particul. être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;
2 séjourner, demeurer.
Étymologie: θᾶκος.

Greek Monotonic

θᾱκέω: (θᾶκος), Ιων. και Δωρ. θωκέω, κάθομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· με σύστ. αντικ. θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθισμένος σε πανίσχυρο θρόνο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ικέτες, σε Σοφ. Ευρ.
• θᾱκέω: το επόμ., σε Πλούτ.