θύμωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mouvement de colère, colère.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />mouvement de colère, colère.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[θύμωμα]]) [[[θυμώ]] (I)]<br />η [[οργή]], ο [[θυμός]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>ιατρ.</b> [[σπάνιος]] [[πρωτοπαθής]] όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται [[πάντοτε]] κλινικώς [[κακοήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thymoma</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thymo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[θύμος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ma</i> [[κατά]] τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαλλία</i>-<i>μα</i>, <i>εξόγκω</i>-<i>μα</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμωμα Medium diacritics: θύμωμα Low diacritics: θύμωμα Capitals: ΘΥΜΩΜΑ
Transliteration A: thýmōma Transliteration B: thymōma Transliteration C: thymoma Beta Code: qu/mwma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό,

   A wrath, passion, A.Eu.860(pl.); θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 1225] τό, der Zorn, Aesch. Eum. 822.

Greek (Liddell-Scott)

θύμωμα: ῡ, τό, ὡς καὶ νῦν, ὀργή, πάθος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 860, ἐν τῷ πληθ. (ἴδε ἄοινος)· θ. τὸ πόντου Συλλ. Ἐπιγρ. 3685 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement de colère, colère.
Étymologie: θυμόω.

Greek Monolingual

(I)
το (Α θύμωμα) [[[θυμώ]] (I)]
η οργή, ο θυμός.———————— (II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλία-μα, εξόγκω-μα)].