ὕπαιθρος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> se fait à l’air libre, en plein air, en plein champ : [[ἐν]] ὑπαίθρῳ, [[ἐν]] [[τῷ]] ὑπαίθρῳ XÉN en plein air ; τὸ ὕπαιθρον τῆς αὐλῆς LUC l’exposition de la cour en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἴθρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> se fait à l’air libre, en plein air, en plein champ : [[ἐν]] ὑπαίθρῳ, [[ἐν]] [[τῷ]] ὑπαίθρῳ XÉN en plein air ; τὸ ὕπαιθρον τῆς αὐλῆς LUC l’exposition de la cour en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἴθρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὕπαιθρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> = το προηγ.· <i>ὕπαιθρον</i>, <i>τό</i>, ως ουσ., <i>ἐν ὑπαίθρῳ</i>, [[sub]] [[Dio]], στο ύπαιθρο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ ὕπαιθρα</i>, [[πεδίο]] μάχης, [[περιοχή]] [[εκτός]] των τειχών, μη οχυρωμένη, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg., [κοίτη] Hp.Acut.45; ἱππεῖς καὶ στρατιῶται, i.e. encamped, opp. κάτοικοι, OGI229.14 (Smyrna, iii B.C.);
A ἔδοξεν Ἀθηναίων τοῖς τεταγμένοις ἐν Ἐλευσῖνι . . καὶ τοῖς ὑπαίθροις IG22.1304.3 (iii B.C.); παραχειμασία Plb.3.87.2; δυνάμεις Id.1.82.14, cf. PCair.Zen.545.5 (iii B.C.), PMich.Zen.90.3 (iii B.C.), PTeb.722.11 (ii B.C.); τὰ κτήνη μου ὕ. ἐστιν PEnteux.11.2 (iii B.C.); ἀγῶνες Phld.Rh.2.108S.; πόλεμοι D.H.6.22; ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Babr.12.14. 2 public, open, ὑ. πράξεσι Plu.Cat.Ma.16; παραφροσύνην ὕ. Id.Agis2. II as Subst., ὕπαιθρον, τό, open enclosure, IG22.1035.47, Luc.Symp.20; ἐν ὑπαίθρῳ in the open air, Antipho 5.11, X.Mem.2.1.6, Oec.7.19: metaph., εἰς ὕπαιθρον into the public view, into the daylight, πρῶτον εἰς ὕ. ἐξεληλυθώς, of a youth, Pib.10.3.4; εἰς ὕ. ἕλκειν τινά Plu.2.501d; τὴν αὑτῶν ἀμαθίαν εἰς ὕ. ἄγουσι Erot.Prooem. 2 in military language, from Plb. downwds., τὰ ὕ. the field, the open country, opp. fortified places, τῶν ὑ. ἀντιποιεῖσθαι 1.12.4, 1.30.6; μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑ. 18.3.4; ἐκχωρεῖν τῶν ὑ. retire from the open country, and shut themselves up in the towns, 9.3.6; ἡ ἐν ὑπαίθροις οἰκονομία 6.12.5. 3 ἡ ὕπαιθρος (sc. γῆ(, = τὰ ὕπαιθρα, the field, D.H.8.63, 9.6. 4 open to the sky, Lat. hypaethros, aedificia, ambulationes, Vitr.1.2.5, 5.9.5; hypaethros (sc. ναός), a temple with an open skylight, Id.3.2.1. This form is not used by Att. writers except in the phrase ἐν ὑπαίθρῳ; the form employed by them in Adj. sense is always ὑπαίθριος; v. X.Oec.7.20, where αἱ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ἐργασίαι are synon. with ὑπαίθρια ἔργα.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαιθρος: -ον, = τῷ προηγ., ὕπ. εὐνὴ Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· στρατιῶται Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 14· παραχειμασία Πολύβ. 3. 8, 2· δυνάμεις ὁ αὐτ. 1. 82, 14 πόλεμοι Διον. Ἁλ. 6. 22· ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Βάβριος 12. 14 Boisson. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐν ὑπαίθρῳ sub Dio, ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀντιφῶν 130. 29, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 6, Οἰκ. 7. 19· σπανίως ἐν τῇ ὀνομ. τὸ ὕπ. τῆς αὐλῆς Λουκ. Συμπ. 20 2) ἐν στριατιωτικῇ γλώσσῃ ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς, τὰ ὕπαιθρα, ἡ ἀναπεπταμένη χώρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὠχυρωμένα μέρη, τῶν ὑπ. κρατεῖν, ἀντιποιεῖσθαι 1. 12, 4., 40 6· μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑπ. 17. 3, 4· τῶν ὑπ. ἐκχωρῶ, ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὑπαίθρου χώρας καὶ κατακλείομαι ἐν ταῖς πόλεσιν, 9. 3, 6· ἡ ἐν ὑπαίθροις οἰκονομία 6. 12, 5· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ εἰς ὕπαιθρον ἐξελθεῖν, ἐξελθεῖν εἰς πεδίον μάχης, 10. 3, 4. 3) ἡ ὕπαιθρος (ἐξυπ. γῆ), = τὰ ὕπαιθρα, τὸ πεδίον, οἱ ἀγροί, Διον. Ἁλ. 8. 63, 9. 6. 4) ἀνοικτός, ἄνευ ὀροφῆς ἢ στέγης, aedificia, ambula iores hyp., Vitruv. 1. 2 § 27., 5. 9 § 67 - hypaethros (δηλ. ναός), ὁ ἄνευ στέγης, ἀνοκτὸς ἄνωθεν, ὁ αὐτ. 3. 1 § 22· - Ὁ τύπος οὗτος δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ φράσει ἐν ὑπαίθρω· ὁ δὲ τύπος ὁ παρ’ αὐτοῖς ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. εἶναι ἀεὶ ὑπαίθριος· ἴδε Ξεν. Οἰκ. 7, 20, ἔνθα αἱ ἐν [τῷ] ὑπαίθρῳ ἐργασίαι εἶναι συνώνυμον τῷ ὑπαίθρια ἔργα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ou se fait à l’air libre, en plein air, en plein champ : ἐν ὑπαίθρῳ, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ XÉN en plein air ; τὸ ὕπαιθρον τῆς αὐλῆς LUC l’exposition de la cour en plein air.
Étymologie: ὑπό, αἴθρα.
Greek Monotonic
ὕπαιθρος: -ον, 1. = το προηγ.· ὕπαιθρον, τό, ως ουσ., ἐν ὑπαίθρῳ, sub Dio, στο ύπαιθρο, σε Ξεν.
2. τὰ ὕπαιθρα, πεδίο μάχης, περιοχή εκτός των τειχών, μη οχυρωμένη, σε Πολύβ.