ἑτερόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une forme différente.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />d’une forme différente.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μορφή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμορφος Medium diacritics: ἑτερόμορφος Low diacritics: ετερόμορφος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: heterómorphos Transliteration B: heteromorphos Transliteration C: eteromorfos Beta Code: e(tero/morfos

English (LSJ)

ον,

   A of different or diverse form, Ael.NA12.16, Ph.1.655; opp. ἀνθρωποειδής, Ptol. Tetr.145; so of monstrosities, Alex.Aphr.Pr.2.47: hence ἑτερο-μορφία, ἡ, monstrosity, of the Minotaur, Isid.Etym.11.3.9.

German (Pape)

[Seite 1049] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμορφος: -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une forme différente.
Étymologie: ἕτερος, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, πολύ-μορφος].