ἑτερόμορφος

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμορφος Medium diacritics: ἑτερόμορφος Low diacritics: ετερόμορφος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: heterómorphos Transliteration B: heteromorphos Transliteration C: eteromorfos Beta Code: e(tero/morfos

English (LSJ)

ἑτερόμορφον, of different form or of diverse form, Ael.NA12.16, Ph.1.655; opp. ἀνθρωποειδής, Ptol. Tetr.145; so of monstrosities, Alex.Aphr.Pr.2.47: hence ἑτερομορφία, ἡ, monstrosity, of the Minotaur, Isid.Etym.11.3.9.

German (Pape)

[Seite 1049] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une forme différente.
Étymologie: ἕτερος, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμορφος: -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, πολύμορφος].