κακόσιτος: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans appétit ; dégoûté.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[σῖτος]]. | |btext=ος, ον :<br />sans appétit ; dégoûté.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[σῖτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο<br />(Α [[κακόσιτος]], -ον)<br />αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, [[κακοθρεμμένος]], [[ισχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκολος]] στο [[φαγητό]], αυτός που δεν έχει όρεξη για [[τροφή]], ανόρεχτος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με [[κάτι]], [[δύσκολος]], [[απαιτητικός]] («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ [[κακόσιτος]]», επίγρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μετριό</i>-<i>σιτος</i>, <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A eating badly, i. e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. R.475c, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2. 2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App.47 (Thyrrheum).
German (Pape)
[Seite 1303] Mangel an Eßlust habend, Eubul. bei Ath. VI, 248 c; Ggstz von φιλόσιτος, Plat. Rep. V, 475 c; ekel, Ael. H. A. 3, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans appétit ; dégoûté.
Étymologie: κακός, σῖτος.
Greek Monolingual
-η, -ο
(Α κακόσιτος, -ον)
αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός
αρχ.
1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος
2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ κακόσιτος», επίγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σιτος (< σίτος), πρβλ. μετριό-σιτος, φιλό-σιτος].