μυλλαίνω: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tordre la bouche, faire la moue.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]]. | |btext=tordre la bouche, faire la moue.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυλλαίνω]] (Α) [[μύλλον]]<br />[[στραβώνω]] το [[στόμα]] για εμπαιγμό, [[κάνω]] μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, [[μυκτηρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
(μυλλός A)
A distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.
German (Pape)
[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.
French (Bailly abrégé)
tordre la bouche, faire la moue.
Étymologie: μύλλα.
Greek Monolingual
μυλλαίνω (Α) μύλλον
στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω.