φοιταλέος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />qui fait courir çà et là, qui rend furieux.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />qui fait courir çà et là, qui rend furieux.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-έα, -ον, θηλ. και -ος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]] με [[μανία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μανιώδης]], [[παράφρων]]<br /><b>3.</b> (για άνεμο) πολύ [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προκαλεί [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτᾰλέος Medium diacritics: φοιταλέος Low diacritics: φοιταλέος Capitals: ΦΟΙΤΑΛΕΟΣ
Transliteration A: phoitaléos Transliteration B: phoitaleos Transliteration C: foitaleos Beta Code: foitale/os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Or.327 (lyr.):—

   A roaming wildly about, Mosch.2.46, Opp.H.1.45; φοιταλέαι distraught, AP9.603 (Antip.)    II Act., maddening, κέντρα A.Pr.598 (lyr.); λύσσα E. l.c.; μάστιξ Opp.H. 2.513.—Poet. word.

German (Pape)

[Seite 1297] auch zweier Endgn, herumirrend, herumschweifend, bes. im Wahnsinn, Eur. Hipp. 143; dah. übh. wahnsinnig, λύσσα Or. 327, u. sp. D., Nonn. D. 9, 49; φοιταλέοι Antp. Sid. 70 (IX, 603); vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 55. – Auch akt., herumirren machend, in die Irre herumtreibend, χρίουσα κέντροις φοιταλέοισιν Aesch. Prom. 603, μάστιξ Opp. Hal. 2, 513.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτᾰλέος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ὀρ. 326· ― ὁ ἀγρίως περιπλανώμενος τῇδε κἀκεῖσε, ὁ μανιωδῶς πορευόμενος, Μόσχ. 2. 46, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 45· φοιταλέαι, μανιώδεις, Ἀνθ. Π. 9. 603· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων, προξενῶν μανίαν, κέντροισι φοιταλέοις Αἰσχύλ. Πρ. 599· λύσσα Εὐρ. Ὀρ. 326· μάστιξ Ὀππ. Ἀλ. 2. 513. ― Ποιητ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
qui fait courir çà et là, qui rend furieux.
Étymologie: φοιτάω.

Greek Monolingual

-έα, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία
2. (κατ' επέκτ.) μανιώδης, παράφρων
3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, λυσσ-αλέος)].