ἐχεγλωττία: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />discrétion, silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[γλῶσσα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />discrétion, silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[γλῶσσα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχεγλωττία]], ἡ (Α)<br />[[εγκράτεια]] στη [[γλώσσα]], [[σιωπή]], [[σιγή]]<br />η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό [[κατά]] το [[ἐκεχειρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωττία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γλωττος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλώττα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A tongue-truce, 'linguistice', coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.
Greek Monolingual
ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].