παράκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est en pente, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κρημνός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui est en pente, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κρημνός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[χείλος]] γκρεμού) [[κρημνώδης]] στα [[πλάγια]], [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[απόκρημνος]] («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ποτάμι]]) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>κρημνος</i>, [[κατά]]-<i>κρημνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A steep at the side, on the edge of a precipice, ὁδός, ἀτραπός, Str.9.1.4, D.S.11.8 ; precipitous, χωρία Plu.Phil.18 ; with steep banks, ῥεῖθρον Id.Brut.51.
German (Pape)
[Seite 485] an den Seiten abschüssig, jäh, steil; ὁδός, Strab. IX, 391; ἀτραπός, D. Sic. 11, 8; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est en pente, escarpé.
Étymologie: παρά, κρημνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος
2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.)
3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρημνός (πρβλ. από-κρημνος, κατά-κρημνος)].