μάλβαξ: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (<i>genre inconnu</i>);<br /><i>c.</i> [[μαλάχη]]. | |btext=ακος (<i>genre inconnu</i>);<br /><i>c.</i> [[μαλάχη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάλβαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />η [[μαλάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>malva</i> «[[μαλάχη]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>μαλάκη</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μαλάχη, Luc.Alex. 25.
German (Pape)
[Seite 89] ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.
Greek (Liddell-Scott)
μάλβαξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 25.
French (Bailly abrégé)
ακος (genre inconnu);
c. μαλάχη.
Greek Monolingual
μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)
η μαλάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].