περιπαθής: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui est vivement affecté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πάθος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui est vivement affecté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πάθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[πάθος]], αυτός του οποίου τα [[λόγια]] ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή [[λόγια]]» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «[[ὅρκος]] περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άπληστος]], [[λαίμαργος]] («περιπαθὴς ὢν τοῑς ὄψοις», Φανίας)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει έντονα συναισθήματα («περιπαθέστατος [[λόγος]]», Δίων Κάσσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιπαθώς]] / <i>περιπαθῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[πάθος]], με τρόπο που φανερώνει έντονη συναισθηματική [[φόρτιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>συμ</i>-<i>παθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A deeply moved, τῇ συμφορᾷ Plb.1.81.1 ; ἔρωτι Plu.Art.27 ; χαρᾷ καὶ δέει J.AJ15.2.7 ; π. τοῖς ὄψοις eager for... Phan.Hist.13 ; π. ταῖς ψυχαῖς in spirit, Plb.4.54.3 : abs., Plu.Cim.8. 2 passionate, ῥήτορες Longin.8.3 ; σὺν οἰμωγῇ π. Luc.Hist.Conscr.26 : Comp., ἑταίρα τῶν ἐν τοῖς μίμοις -εστέρα Ael.Fr.123: Sup., ὅρκος -έστατος Sch.Par.A.R.2.257. Adv. -θῶς LXX 4 Ma.8.2, Luc.Tim.46; ἐπιδραμεῖν Ael.NA9.8: Comp.-έστερον, λέγειν Plu.2.456a. 3 pathetic, heartrending, D.C.40.41; λόγος Id.76.9 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 586] ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e.
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰθής: -ές, ὁ ἐν σφοδρᾷ συγκινήσει καὶ ψυχικῇ ταραχῇ διατελῶν, μεγάλως τεθλιμμένος, τινι, διά τι, πρός τι, ἕνεκά τινος, Πολύβ. 1. 81, 1, κτλ., πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 130C· περιπαθὴς ὢν τοῖς ὅψοις, περιπαθῶς ἀγαπῶν νὰ καλοτρώγῃ, Ἀθήν. 6Ε· οὕτω περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, ὥστε.., εἰς τοιοῦτον βαθμὸν κατεθλίβη ἡ ψυχή των, ὥστε.., Πολύβ. 4. 54, 3. 2) ἀπολ., πλήρης πάθους, ῥήτορες Λογγῖν. 8· σὺν οἰμωγῇ π. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. - Ἐπίρρ. -θῶς, Λουκ. Τίμ. 46, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est vivement affecté de, τινι.
Étymologie: περί, πάθος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. γεμάτος πάθος, αυτός του οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν.
γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.)
αρχ.
1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς ὄψοις», Φανίας)
2. αυτός που διεγείρει έντονα συναισθήματα («περιπαθέστατος λόγος», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
περιπαθώς / περιπαθῶς ΝΜΑ
με πάθος, με τρόπο που φανερώνει έντονη συναισθηματική φόρτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -παθής (< πάθος), πρβλ. συμ-παθής].