ἐκπυνθάνομαι: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐκπεύσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s’informer, chercher à savoir : τινος de qqn;<br /><b>2</b> apprendre : [[τί]] τινος qch de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πυνθάνομαι]]. | |btext=<i>f.</i> ἐκπεύσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s’informer, chercher à savoir : τινος de qqn;<br /><b>2</b> apprendre : [[τί]] τινος qch de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πυνθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only aor. 2 inf., [[search]] [[out]] , Il. 10.308 and 320. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
A search out, make inquiry, Il.10.320 ; ἔκ τε πυθέσθαι ἠέ.. ib.308 ; ἵν' ἐκπυθώμεθα πόθεν.. E.Cyc.94, etc. 2 c. acc., hear of, learn, S.Aj.215 (anap.) ; τινός learn from.., E.HF529 ; τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar.Ec.752 ; ἐ. τινός question him, Id.Pl.60: c. part., ἐ. τινὰ ἀφιγμένον E.Hel.817.
German (Pape)
[Seite 777] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen; ἔκ τε πυθέσθαι Il. 10, 308; Il. 20, 129 wird seit Wolf getrennt geschrieben, θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς; Eur. Cycl. 94; τινός, Ar. Plut. 60; – erfahren, τίνα σου πατρίδ' ἐκπυθοίμαν, Soph. O. C. 205, vgl. Ai. 214; σὲ ἀφιγμένον Eur. Hel. 817; πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar. Eccl. 752; Sp., wie Plut. Alex. 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι, ἀποθ., ἀναζητῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, Ἰλ. Κ. 320· ἔκ τε πυθέσθαι, ἠὲ φυλάσσονται νῆες, κτλ. αὐτόθι 308 (ἐν Ἰλ. Υ. 129, ἀναγνωστέον θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς)· ἵν’ ἐκπυθώμεθα, πόθεν … Εὐρ. Κύκλ. 94, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μανθάνω, ἀκούω, θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Σοφ. Αἴ. 215· ἐκπ. τί τινος, μανθάνω ἔκ τινος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 529, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 752· ἐκπ. τινος, ἐρωτᾶν περί τινος, Ἀριστοφ. Πλ. 60· μετὰ μετοχ., ἐκπ. τινα ἀφιγμένον Εὐρ. Ἑλ. 817. - Πρβλ. ἐκπεύθομαι.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπεύσομαι, etc.
1 s’informer, chercher à savoir : τινος de qqn;
2 apprendre : τί τινος qch de qqn.
Étymologie: ἐκ, πυνθάνομαι.