ἀνάρσιος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui ne s’ajuste <i>ou</i> ne s’accorde pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> malveillant, ennemi ; ἀνάρσιοι SOPH les ennemis;<br /><b>2</b> étrange, monstrueux (événement, acte, <i>etc.</i>) ; ἀνάρσια πρήγματα HDT traitements indignes.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἄρσιος.
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui ne s’ajuste <i>ou</i> ne s’accorde pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> malveillant, ennemi ; ἀνάρσιοι SOPH les ennemis;<br /><b>2</b> étrange, monstrueux (événement, acte, <i>etc.</i>) ; ἀνάρσια πρήγματα HDT traitements indignes.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἄρσιος.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἀραρίσκω]]): unfitting, [[hence]] [[unfriendly]], [[hostile]]; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, Il. 24.365.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρσιος Medium diacritics: ἀνάρσιος Low diacritics: ανάρσιος Capitals: ΑΝΑΡΣΙΟΣ
Transliteration A: anársios Transliteration B: anarsios Transliteration C: anarsios Beta Code: a)na/rsios

English (LSJ)

ον, also α, ον S.Tr.641 (lyr.): (ἄρσιος):—

   A incongruous: hence,    I of persons, hostile, implacable, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Il.24.365, Od.14.85; ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου ib.10.459, 11.401, etc.; ἦσθ' ἀνάρσιος (vulg. ἦλθες), of Apollo, A.Ag.511; ἀνάρσιοι enemies, S.Tr.853 (lyr.); ἀ. καναχά, opp. θεία μοῦσα, ib. 641 (lyr.), cf. Theoc.17.101.    II of events, untoward, strange, ἀ. πρήγματα πεπονθέναι Hdt.1.114, cf. 9.37; οὐδὲν ἀ. πρῆγμα συνηνείχθη 3.10, 5.89, 90; δεινόν τε καὶ ἀ. ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110.— Ep., Ion., and (rarely) Trag.

German (Pape)

[Seite 206] Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend (ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, πρῆγμα, ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρσιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Σοφ. Τρ. 642: (ἄρω, ἄρσιος): - ὁ μὴ ἁρμόζων, ἀνάρμοστος, ἄτοπος: ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐχθρικός, δυσοίωνος, ἀπαίσιος, ἄσπονδος, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Ἰλ. Ω. 365, Ὀδ. Ξ. 85· ὅσ’ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ’ ἐπὶ χέρσου Ὀδ. Κ. 459, Λ. 401, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Τραγ. ἦσθ’ ἀνάρσιος (κοιν. γραφ. ἦλθες), ἐπὶ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511· ἀνάρσιοι, ἐχθροί, πολέμιοι, Σοφ. Τρ. 853· οὕτως, ἀν. καναχὰ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεία μοῦσα, αὐτόθι 642. ΙΙ. ἐπὶ συμβεβηκότων, δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης, ἀνάρσια πρήγματα πεπονθέναι Ἡροδ. 1. 114, πρβλ. 9. 37· οὐδὲν ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη 3. 10., 5. 89, 90· δεινόν τε καὶ ἀνάρσιον ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110. - Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγικοῖς.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
qui ne s’ajuste ou ne s’accorde pas, d’où
1 malveillant, ennemi ; ἀνάρσιοι SOPH les ennemis;
2 étrange, monstrueux (événement, acte, etc.) ; ἀνάρσια πρήγματα HDT traitements indignes.
Étymologie: ἀ, ἄρσιος.

English (Autenrieth)

(ἀραρίσκω): unfitting, hence unfriendly, hostile; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, Il. 24.365.