περιοδεία: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />voyage <i>ou</i> exploration autour ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> tournée de patrouille, ronde;<br /><b>2</b> action de parcourir un pays, un livre, <i>etc.</i>, pour étudier.<br />'''Étymologie:''' [[περιοδεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />voyage <i>ou</i> exploration autour ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> tournée de patrouille, ronde;<br /><b>2</b> action de parcourir un pays, un livre, <i>etc.</i>, pour étudier.<br />'''Étymologie:''' [[περιοδεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και, εσφ. τ., [[περιοδία]], η, ΝΜΑ [[περιοδεύω]]<br />η [[μετακίνηση]] από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική [[περιοδεία]]» β. «[[περιοδεία]] για [[επιθεώρηση]] μονάδων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλλιτεχνική [[περιοδεία]]» — [[μετάβαση]] καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, [[τουρνέ]]·|| (μνσ.-αρχ.)<br /><b>1.</b> ιατρική [[φροντίδα]], [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> η περιοδική [[κίνηση]] τών ουράνιων σωμάτων<br /><b>3.</b> η [[μετακίνηση]] του επισκόπου για να επισκεφθεί τις ενορίες του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική [[εξέταση]], [[εμβριθής]] [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> [[κατόπτευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
or περιοδ-ία, ἡ,
A going round, circuit, Str.8.6.3,9.3.1. 2 patrolling, rounds, Aen.Tact.1.1 (pl.), al. II going through a subject, diligent study, Epicur.Ep.1p.4U.: pl., ib.p.32 U.; π. φυσική Phld. Rh.2.53 S. 2 medical practice, routine, ἐν π. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεία: ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) περιπόλησις, κατόπτευσις, Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς μελέτη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ θεραπεία, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voyage ou exploration autour ; particul. :
1 tournée de patrouille, ronde;
2 action de parcourir un pays, un livre, etc., pour étudier.
Étymologie: περιοδεύω.
Greek Monolingual
και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ περιοδεύω
η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων»)
νεοελλ.
φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» — μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τόπο σε τόπο για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, τουρνέ·