προοδεύω: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=cheminer devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδεύω]]. | |btext=cheminer devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[πρόοδος]]<br />[[οδεύω]], [[βαδίζω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προκόβω]] (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα [[παιδιά]] του προόδευσαν στα γράμματα»)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[οπισθοδρομώ]], [[χειροτερεύω]] («στα στήθη η [[θλίψη]] σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει [[πρώτα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προωδευμένα</i><br />αυτά που έχει περάσει [[κανείς]], όσα έχει υποστεί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προηγούμαι]] σε [[πορεία]], [[προπορεύομαι]] (α. «ἠκολούθει τοῑς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.<br />β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκπορεύομαι]] εκπηγάζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A walk first, App.BC4.43; travel before, Luc.Herm.73; emanate, prob. in Iamb.VP17.74; προοδεύει τι τῶν ἐντέρων the patient has a slight motion of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., -εύσονται εἰς ἄπειρον will go on ad infinitum, Alex.Aphr. in Metaph.288.24.
German (Pape)
[Seite 737] voranreisen, Luc. Hermot. 73.
Greek (Liddell-Scott)
προοδεύω: προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.
French (Bailly abrégé)
cheminer devant.
Étymologie: πρό, ὁδεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πρόοδος
οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ
νεοελλ.
1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα»)
2. (με κακή σημ.) οπισθοδρομώ, χειροτερεύω («στα στήθη η θλίψη σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)
μσν.
1. (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει πρώτα
2. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προωδευμένα
αυτά που έχει περάσει κανείς, όσα έχει υποστεί
μσν.-αρχ.
προηγούμαι σε πορεία, προπορεύομαι (α. «ἠκολούθει τοῑς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.
β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)
αρχ.
εκπορεύομαι εκπηγάζω.