ὁμόχροος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(Bailly1_4) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[ὁμόχρους]]. | |btext=v. [[ὁμόχρους]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόχροος:''' стяж. [[ὁμόχρους]] 2<br /><b class="num">1)</b> одного цвета, одноцветный (ὁ. καὶ [[λεῖος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> такого же (одинакового) цвета, сходный по цвету ([[Ἠώς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, contr. ὁμό-χρους, ουν,
A of one colour, opp. ποικίλος, Arist.HA543a25, cf. 525a4 ; alike in colour, prob. in Epicur.Ep.Ip.IIU., cf.Gal.13.496, AP5.300 (Paul.Sil.); uniform in colour, Hp.Mul.1.40 : heterocl.pl. ὁμόχρους (from ὁμόχροες) Archig. ap. Paul.Aeg.4.5.
German (Pape)
[Seite 342] von derselben, von gleicher Farbe, Arist. gen. an. 3, 1; auch ὁμόχρους, οος, Luc. Pisc. 51; τὸ ὁμόχροον = ὁμόχροια; bei Hipp. von gleicher, ebener Oberfläche, καὶ λεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ χρῶμα, ἀντίθ. τῷ ποικίλος. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ χρῶμα, Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - οὕτως, ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.
ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. ὁμόχροια ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.
French (Bailly abrégé)
v. ὁμόχρους.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόχροος: стяж. ὁμόχρους 2
1) одного цвета, одноцветный (ὁ. καὶ λεῖος Arst.);
2) такого же (одинакового) цвета, сходный по цвету (Ἠώς Anth.).