πλαίσιον: Difference between revisions
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> rectangle <i>ou</i> carré long : [[ἐν]] ὑψηλῷ πλαισίῳ PLUT sur un tréteau quadrangulaire ; [[ἐν]] πλαισίοις PLUT dans une boîte quadrangulaire;<br /><b>2</b> bataillon carré <i>ou</i> oblong : [[ἐν]] πλαισίοις en carré long.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> rectangle <i>ou</i> carré long : [[ἐν]] ὑψηλῷ πλαισίῳ PLUT sur un tréteau quadrangulaire ; [[ἐν]] πλαισίοις PLUT dans une boîte quadrangulaire;<br /><b>2</b> bataillon carré <i>ou</i> oblong : [[ἐν]] πλαισίοις en carré long.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλαίσιον:''' τό, επίμηκες [[σχήμα]] ή [[σώμα]], σε Αριστοφ.· ἰσόπλευρον [[πλαίσιον]], [[τετράγωνο]], σε Ξεν.· λέγεται για το [[στράτευμα]], <i>ἐνπλαισίῳ τετάχθαι</i>, παρατάχθηκε σε [[τετράγωνο]] σχηματισμό, Λατ. agmire quadrato, σε Θουκ., Ξεν. (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το <i>πλατ-ύς</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = πλινθίον, πλινθεῖον (qq.v.), oblong case or frame used in moulding bricks and in measuring, Ar.Ra.800 (pl.), Pl.Com. 147; χιτωνίσκος ἐμ π. in an oblong box, IG22.1514.13, al., cf. BCH28.165 (Delos); κεκρυφάλους τρεῖς ἐμ π. IG22.1522.18; oblong scaffold or platform, Plu.Alex.67 : pl., of the frames enclosing Solon's ἄξονες, Id.Sol.25; of frames in roof-panelling, IG12.372E2,al., Inscr.Délos 504A13,15 (iii B. C.). II hollow rectangle, ἐν π. τετάχθαι Th.7.78, cf. 6.67, X.An.1.8.9 ; = ἐν ἑτερομήκει σχήματι, Ael.Tact.37.8, Arr. Tact.29.7 ; ἰσόπλευρον π. X.An.3.4.19, Arr.An.4.5.6 ; [Σμύρνα] ἀνέχει ἐν π. Aristid.Or.23(42).20 ; of the shape of the Acropolis of Alexandria, Aphth.Prog.12. III εἰς τὰ π. prob. f.l. for εἰς τὰ πλάγια in D.C.40.2.
German (Pape)
[Seite 624] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, σχῆμα τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67.
Greek (Liddell-Scott)
πλαίσιον: τό, σχῆμα ἢ πρᾶγμα τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· ὡσαύτως, ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ πλινθίον, «πλαίσιον Ἀττικοί· πλινθίον Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι πλαίσιον ἰσόπλευρον πονηρὰ τάξις εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, χιτωνίσκος ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: μάλιστα ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. agmine quadrato, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. agmine longo, Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. τετράγωνος)· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλαίσιον· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν τάξις· καὶ πίναξ. καὶ πλινθίον. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 rectangle ou carré long : ἐν ὑψηλῷ πλαισίῳ PLUT sur un tréteau quadrangulaire ; ἐν πλαισίοις PLUT dans une boîte quadrangulaire;
2 bataillon carré ou oblong : ἐν πλαισίοις en carré long.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monotonic
πλαίσιον: τό, επίμηκες σχήμα ή σώμα, σε Αριστοφ.· ἰσόπλευρον πλαίσιον, τετράγωνο, σε Ξεν.· λέγεται για το στράτευμα, ἐνπλαισίῳ τετάχθαι, παρατάχθηκε σε τετράγωνο σχηματισμό, Λατ. agmire quadrato, σε Θουκ., Ξεν. (πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το πλατ-ύς).