κακαλία: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />sorte de plante (<i>lat.</i> tussilago).<br /><i><b>Syn.</b></i> [[λεοντική]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br />sorte de plante (<i>lat.</i> tussilago).<br /><i><b>Syn.</b></i> [[λεοντική]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A v.l. for κακκαλία 11 (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· νάρκισσος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1297] ἡ, eine Pflanze, die für tussilago, Huflattich, erkl. wird, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κακαλία: ἡ, φυτόν, ἴσως εἶναι τὸ Mercurialis, Διοσκ. 4. 123.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
sorte de plante (lat. tussilago).
Syn. λεοντική.
Greek Monolingual
κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].