ῥῖπος: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />claie, natte.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ῥίψ]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />claie, natte.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ῥίψ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέγμα]] υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα [[σχοινιά]], που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά [[σχοινιά]] και να τά προστατεύει από την [[τριβή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίπος]] σύγκρουσης» ή «[[ρίπος]] Μακάροφ» — ορθογώνιο [[παράβλημα]] από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από [[ρήγμα]] στη [[γάστρα]] μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την [[κατάκλυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψάθα]], [[ψαθί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. <i>ῥίψ</i>, <i>ῥιπός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,= ῥίψ,
A mat or hurdle, ῥίπεϊ καλάμων v.l. in Hdt.2.96; ἀχύρων ῥ. Docum.Ant.dell' Africa Italiana 1.86, al. (Cyrene, iv B.C.): also ῥῖπος, ὁ, Aen.Tact.29.6 (pl.), PPetr.3p.328 (pl.), Agatharch. 63, Dsc.1.45.
German (Pape)
[Seite 845] τό, eine aus Zweigen oder Schilf geflochtene Decke, Matte; Her. 2, 96 (vgl. ῥίψ); gew. ῥίπος betont, ἐπὶ ῥίπους πλέοις für ἐπὶ ῥιπός (s. ῥίψ), als v. l. Plut. de Pyth. orac. 22. ὁ, = Folgdm, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῖπος: (οὐχὶ ῥίπος), εος, ὡς ῥίψ, ψίαθος, ψάθα, ῥίπεῖ καλάμων Ἡρόδ. 2. 96· ὡσαύτως ῥῖπος, ὁ, Διοσκ. 1. 55, Ἀγαθαρχ. σ. 47.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
claie, natte.
Étymologie: DELG ῥίψ.
Greek Monolingual
ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α
νεοελλ.
ναυτ.
1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή
2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» — ορθογώνιο παράβλημα από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από ρήγμα στη γάστρα μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την κατάκλυση
αρχ.
ψάθα, ψαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥίψ, ῥιπός].