διαπράττω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
(Bailly1_2)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[διαπράσσω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[διαπράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[διαπράττω]] και [[διαπράσσω]])<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[αποπερατώνω]]<br /><b>2.</b> <b>νεοελλ.</b> (για άνοστο ή τετριμμένο [[λογοπαίγνιο]]) «το διέπραξε [[πάλι]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>2.</b> [[αποπερατώνω]], [[ολοκληρώνω]]<br /><b>3.</b> (με [[απαρέμφατο]]) [[κατορθώνω]] ώστε...<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]], [[αποσπώ]] από άλλον [[προς]] όφελος μου<br /><b>5.</b> [[διαπραγματεύομαι]]<br /><b>6.</b> [[καταστρέφω]], [[εξοντώνω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] και [[πετυχαίνω]] [[σκευωρία]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

att. c. διαπράσσω.

Greek Monolingual

διαπράττω και διαπράσσω)
1. εκτελώ, αποπερατώνω
2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «το διέπραξε πάλι»
αρχ.
1. διέρχομαι, περνώ
2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω
3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε...
4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από άλλον προς όφελος μου
5. διαπραγματεύομαι
6. καταστρέφω, εξοντώνω
7. μέσ. επιχειρώ και πετυχαίνω σκευωρία.