ψαρός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />d’un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
|btext=ά, όν :<br />d’un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ψαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[ψαριά]] Ν [[ψάρ]]<br />([[κυρίως]] για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο [[τρίχωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης<br /><b>2.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για [[άλογο]]) [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστικτος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]].———————— <b>(II)</b><br />-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψηρός]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾱρός Medium diacritics: ψαρός Low diacritics: ψαρός Capitals: ΨΑΡΟΣ
Transliteration A: psarós Transliteration B: psaros Transliteration C: psaros Beta Code: yaro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (ψάρ)

   A like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-grey horse, Ar.Nu.1225, LXX Za.1.8; Arist.HA632b19 distinguishes it fr. ποικίλος, which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος Ael.NA12.28, Aët.11.11.
ψαρός (B), ά, όν, neut. ψαρόν, τό, name of a siccative powder, Paul.Aeg.7.13.11; perh. cf. ψηρός.

German (Pape)

[Seite 1391] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; ἵππος Ar. Nubb. 1224 (ποικίλος, σποδοειδής, die Erkl. ταχύς ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von ποικίλος unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾱρός: -ά, -όν, (ψὰρ) ὅμοιος πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, κατάστικτος, ψ. ἵππος, κατάστικτος φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ταχύς, οἱονεὶ ἐκ τοῦ ψαίρω, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ ποικίλος, ὅπερ σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα εἶναι εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
d’un gris pommelé;
Cp. ψαρότερος.
Étymologie: DELG ψάρ.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ψαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν ψάρ
(κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης
2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς
αρχ.
1. διάστικτος, κατάστικτος
2. ποικιλόχρωμος.———————— (II)
-ά, -όν, Α
βλ. ψηρός.