Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιμότης: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d’un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d’un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑμότης Medium diacritics: σιμότης Low diacritics: σιμότης Capitals: ΣΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: simótēs Transliteration B: simotēs Transliteration C: simotis Beta Code: simo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A the shape of a snub nose, opp. γρυπότης, Pl.Tht. 143e, 209c, X.Cyr.8.4.21.    II metaph., τὴν σ. τῶν ὀδόντων the upward curve of the tusks of a wild boar, Id.Cyn.10.13.

German (Pape)

[Seite 882] ητος, ἡ, 1) die Gestalt der Nase, die oben eingebogen, unten aufgeworfen ist, Stumpfnasigkeit, Plat. Theaet. 209 c; Ggstz von γρυπότης, Xen. Cyr. 8, 4, 21; ῥινός, Plut. Popl. 16. – 2) übh. Eingebogenheit, τῶν ὀδόντων, die Richtung der Hauzähne des wilden Ebers, diekrumm gebogen aufwärts gehen, Xen. Cyn. 10, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμότης: -ητος, ἡ, (σιμὸς) τὸ σχῆμα τῆς σιμῆς ἢ πλατείας ῥινός, ἀντίθετον τῷ γρυπότης, Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω κυρτότης τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
aplatissement d’un nez camus.
Étymologie: σιμός.

Greek Monotonic

σῑμότης: -ητος, ἡ (σιμός),
I. το πλακουτσό σχήμα της μύτης, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του να έχει κάποιος σιμή, πλακουτσωτή μύτη ανασηκωμένη προς τα επάνω, σε Ξεν.
II. μεταφ., τὴν σιμότητα τῶν ὀδόντων, το ανωφερικό κύρτωμα, η καμπυλότητα που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.