ναυκράτης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui domine sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]].
|btext=ης, ες :<br />qui domine sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]].
}}
{{grml
|mltxt=και αφκράτης, ο (ΑΜ [[ναυκράτης]], Α και ως επίθ. [[ναυκρατής]], -ές)<br />αυτός που κυριαρχεί στη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσοκράτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />περκόμορφο [[ψάρι]] της οικογένειας carangidae σε [[σχήμα]] ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα [[πλευρά]] του πλοίου και εμπόδιζε την [[κίνηση]] ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, [[επειδή]], όπως συμβαίνει στην [[πραγματικότητα]], ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>κράτης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκράτης Medium diacritics: ναυκράτης Low diacritics: ναυκράτης Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: naukrátēs Transliteration B: naukratēs Transliteration C: nafkratis Beta Code: naukra/ths

English (LSJ)

(parox.), ου, ὁ,

   A holding a ship fast: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις Eust.1490.19, cf. Cyran.31.

German (Pape)

[Seite 231] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst ἐχενηΐς heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ θαλασσοκράτωρ ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· ναυκράτης, ὁ, ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui domine sur mer.
Étymologie: ναῦς, κράτος.

Greek Monolingual

και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, -ές)
αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας
νεοελλ.-μσν.
περκόμορφο ψάρι της οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα πλευρά του πλοίου και εμπόδιζε την κίνηση ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, επειδή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -κρατης (< κρατῶ), πρβλ. θαλασσο-κράτης].