τρῆμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> trou, ouverture, orifice;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τιτράω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> trou, ouverture, orifice;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τιτράω]].
}}
{{grml
|mltxt=το / [[τρῆμα]], ΝΜΑ<br />οπή, [[τρύπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν [[σχήμα]] οπής («ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρήματα βάσης κρανίου» — τρήματα στην [[περιοχή]] της βάσης του κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και [[νεύρα]] της κρανιακής κοιλότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αιδοίο]] («ἡ [[βάλανος]] ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις οπές ή τα στίγματα τών ζαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]], [[τείρω]], [[τέρετρο]]) και έχει σχηματιστεί με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῆμα Medium diacritics: τρῆμα Low diacritics: τρήμα Capitals: ΤΡΗΜΑ
Transliteration A: trē̂ma Transliteration B: trēma Transliteration C: trima Beta Code: trh=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (τετραίνω)

   A perforation, aperture, orifice, Ar.V.141, Pl.Grg.494b, Gal.6.178,580; τὰ τ. τῶν οὐάτων Hp.Carn.15; τ. τυφλόν the foramen caecum in the skull, Gal.2.838; τῆς ἀρτηρίας, [τοῦ αἰδοίου], Arist.HA495a29, 497a25; the hole in the beam of a balance, Theol.Ar.29.    2 = τρύπημα, sens. obsc., Ar.Ec.906 (lyr.), Lys. 410.    II of the holes or pips of dice, Amips.20.

Greek (Liddell-Scott)

τρῆμα: τό, (√ΤΡΑ, τετραίνω) ὀπή, ἄνοιγμα, Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = τρύπημα 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 (Πολυδ. Θ΄, 96).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 trou, ouverture, orifice;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: τιτράω.

Greek Monolingual

το / τρῆμα, ΝΜΑ
οπή, τρύπα
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα»)
2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» — τρήματα στην περιοχή της βάσης του κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα της κρανιακής κοιλότητας
αρχ.
1. το αιδοίο («ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος», Αριστοφ.)
2. καθεμιά από τις οπές ή τα στίγματα τών ζαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω, τείρω, τέρετρο) και έχει σχηματιστεί με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -μα].