ἄτοπος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(Bailly1_1)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’est pas en son lieu et place, <i>d’où</i><br /><b>1</b> extraordinaire, étrange, insolite;<br /><b>2</b> extravagant, absurde, inconvenant;<br /><i>Cp.</i> ἀτοπώτερος, <i>Sp.</i> ἀτοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τόπος]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’est pas en son lieu et place, <i>d’où</i><br /><b>1</b> extraordinaire, étrange, insolite;<br /><b>2</b> extravagant, absurde, inconvenant;<br /><i>Cp.</i> ἀτοπώτερος, <i>Sp.</i> ἀτοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τόπος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[raro]], [[absurdo]], [[extravagante]] de pers. πολύ γέ μοι, ὦ Σώκρατες, νῦν ἀτοπώτερος αὖ φαίνῃ Pl.<i>Alc</i>.1.106a, cf. <i>Phdr</i>.230c, ἄ. παιδευτής Pl.<i>R</i>.493c, τινες ἄτοπον εἶναι με φήσειαν Isoc.12.149, εἴ τις ἄ. φανείῃ τοῖς πολλοῖς Arist.<i>EN</i> 1179<sup>a</sup>15 (= Anaxag.A 30), οἱ καλούμενοι ἁρμονικοί, τὸ μὲν ἦθος ... ἄτοποι Aristox.<i>Harm</i>.51.2, c. [[εἰμί]] y part. pred. οὐκ οἴῃ ἄ. γε εἶναι γελῶν ἀνθρώπου θανάτον; Hp.<i>Ep</i>.17 (p.358), ἄ. γὰρ ἂν εἴη τὸ αὐτὸ μανθάνων ... ὁ [[αὐτός]] Aristox.<i>Harm</i>.51.9, πατρίδος ... οὐκ ἄ. μνημονεύων Plot.4.3.32, o c. or. complet. πῶς οὐκ ἂν εἴης ἄ. εἰ ... πιστεύοις ...; Hld.1.25.5, ἄ. διὰ τί ... οὐ δόξει ... λέγων Plot.1.4.1<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[extraño]], [[sorprendente]], [[inverosímil]] [[ἄτοπος]] ἄτοπα γὰρ παραδίδωσί μοι τάδε θεοῦ φήμα E.<i>Io</i> 690, ἄ. ἡδονῆς καὶ λύπης ... μεῖξις Pl.<i>Phlb</i>.49a, ἀτοπώτατον πρᾶγμα ποιοῦντες Plb.18.4.9, τίς νίκη ἀτοπωτέρα; D.C.63.9.3, cf. Plb.30.9.21, Anon.Hist.p.11M., <i>PPetr</i>.2.19.1.6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>esp. en el giro ἄτοπον (ἐστι) c. constr. complet. o no [[(es) raro]], [[extraño]], [[absurdo]] ὁκόσοισιν ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ... κατὰ προαίρεσιν οἱ ὀφθαλμοὶ δακρύουσιν, οὐδὲν ἄτοπον Hp.<i>Aph</i>.4.52, ὡς ἄτοπόν ἐστι μητέρ' εἶναι καὶ γυνήν Pherecr.96, καὶ οὐδέν γε ἄ. εἰ ἀποθάνοιμι Pl.<i>Grg</i>.521d, τῶν ἀτοπωτάτων μέντ' ἂν εἴη, εἰ ... ταῦτα δυνηθεὶς μὴ πράξει D.1.26, ἄτοπον πλείους ὄντας ... τῶν ὑπεναντίων ἐλαττωθῆναι Plb.3.109.4, πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον ... ἐξ Ἰωνίας ἐλθεῖν, ἐν δὲ Βαβυλῶνι δὲ οὖσαν ὑστερεῖν; Charito 5.4.12, cf. Democr.B 155, Archyt.B 1, Isoc.1.42, Is.6.2, X.<i>HG</i> 2.3.19, Arist.<i>Cat</i>.11<sup>a</sup>37, Eub.122.1, Epicur.<i>Fr</i>.[26.40] 19, Plb.9.20.7, 3.11.8, Plu.2.708d, Hld.5.29.1<br /><b class="num">•</b>geom. [[absurdo]] como sinón. de [[imposible]] ref. a la imposibilidad lógica de una construcción o una propiedad, esp. en la fórmula ὅπερ ἄτοπον Autol.<i>Sphaer</i>.4, Euc.1.6, 3.13, Archim.<i>Sph.Cyl</i>.1.33<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ὡς ἄτοπον εἰρηκότα (critican a Homero) por haber dicho una frase extraña</i> ref. a una anomalía prosódica, Arist.<i>SE</i> 166<sup>b</sup>4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄτοπον, τὰ ἄτοπα [[novedad]], [[originalidad]] (ὑμεῖς) δοῦλοι ὄντες τῶν ἀεὶ ἀτόπων, ὑπερόπται τῶν εἰωθότων Th.3.38, op. ὅμοιον D.C.45.37.6<br /><b class="num">•</b>[[lo raro]], [[lo extraño]] μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν [[ἀεί]] Men.<i>Fr</i>.179c, sin art. φασὶ τὰ πρόβατα φαγεῖν ἄτοπα Philostr.<i>VA</i> 3.55<br /><b class="num">•</b>lóg. τὸ ἄτοπον la [[imposibilidad]] de demostrar nada por la definición, Arist.<i>APo</i>.92<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">2</b> [[extraordinario]], [[fuera de lo común]] ἄτοπον ἁδονὰν ἔλαβον E.<i>IT</i> 842, cf. Arist.<i>EN</i> 1149<sup>a</sup>.14, ἄ. πόθος Ar.<i>Ec</i>.956, ἄ. ὄρνις Ar.<i>Au</i>.276.<br /><b class="num">3</b> c. gen. [[equivocado, errado respecto a]] ἄ. ἂν εἴη τῆς αἰτίας Plot.3.2.3, τοῦ λόγου Plot.3.6.12.<br /><b class="num">II</b> en cont. peyor.<br /><b class="num">1</b> [[antinatural]], [[repugnante]] de cosas o abstr. πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει Th.2.49, ἡ ὗς ... ὄφιν ἀτοπώτερον Plu.2.670a, ἄ. μιαιφονία Agath.3.11.8<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἄτοπα [[lo monstruoso]] Ἀλκαμένη ... ὥσπερ τὴν Γοργοῦς θεασαμένη κεφαλὴν ἤ τι τῶν ἀτοπωτέρων Hld.4.7.11<br /><b class="num">•</b>[[inoportuno]], [[inconveniente]] ([[Δίων]]) ἐνίκησεν ... καὶ μάλα ἀτόπῳ τε καὶ αἰσχρᾷ νίκῃ Pl.<i>Ep</i>.333c, ποιήσας τὴν σύνταξιν τῆς δικαιολογίας, ἣ ... ἄ. ἐφαίνετο καὶ ... [[ἀπίθανος]] Plb.30.4.11.<br /><b class="num">2</b> de pers. y comportamientos humanos [[malvado]], [[ilícito]] op. χρηστός Phld.<i>Sign</i>.1.11, ἵνα ῥυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων 2<i>Ep.Thess</i>.3.2, εἴωθεν ἤθεσι φαύλοις καὶ ἀτόποις πράγμασι ... λόγους πορίζειν Plu.2.27f, ἄτοπα καὶ φαῦλα βουλεύματα Plu.2.145d, ἄ. [[βουλή]] Hld.2.20.1, cf. 7.21.4<br /><b class="num">•</b>[[impuro]] διὰ λογισμῶν ἀτόπων Mac.Aeg.M.34.937D, ἐπιγενομένῃ τινι ἀτόπῳ πράξει Basil.<i>Ep</i>.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἄτοπα [[iniquidad]], [[mal]] [[εἶδον]] τοὺς ἀροτριῶντας τὰ ἄτοπα LXX <i>Ib</i>.4.8, cf. 2<i>Ma</i>.14.23.<br /><b class="num">III</b> [[no espacial]], [[fuera del espacio físico]] τῆς ἰδέας αὐτῆς μενούσης ἐν ἀτόπῳ, αὐτὸ τόπους γεννῆσαν Plot.6.5.8, τὸ οὖν ἄτοπον τοῦτο νοοῦντες Plot.6.8.11.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de una manera rara]], [[extrañamente]] μοι ἀ. ἔδοξεν εὐθὺς τὴν πρώτην ἔφοδον οὐ δέξασθαι Pl.<i>Phd</i>.95b, μάλ' ἀ. ἔοικά γε Pl.<i>Ph</i>.277d<br /><b class="num">•</b>[[insospechadamente]] πόλλ' ἔμαθον ... ἀ. καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.194<br /><b class="num">•</b>[[de modo absurdo]] οὐκ ἄν σοί τολμήσαιμι ἀδεῶς λέγειν [ἵ] να μὴ ἀ. δ[ι] ηγήσω[μ] αι <i>PLugd.Bat</i>.17.14.25 (II d.C.), ἀ. οὐκ ἄν τις παραβάλλοι τὰ συστήματα Aristid.Quint.66.24.<br /><b class="num">2</b> [[inoportunamente]] οὐκ ἀ. οἱ Θρᾷκες τὴν φυλακὴν ἐποιοῦντο Th.7.30<br /><b class="num">•</b>[[ridículamente]] καὶ μάλ' ἀ. συμβαῖνον Pl.<i>Plt</i>.266c.<br /><b class="num">3</b> [[no espacialmente]] op. ἐν τόπῳ y τοπικῶς Porph.<i>Sent</i>.33<br /><b class="num">•</b>astrol. de planetas [[en una posición que no es la propia]] op. καλῶς κείμενος Vett.Val.61.27.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτοπος Medium diacritics: ἄτοπος Low diacritics: άτοπος Capitals: ΑΤΟΠΟΣ
Transliteration A: átopos Transliteration B: atopos Transliteration C: atopos Beta Code: a)/topos

English (LSJ)

ον,

   A out of place, out of the way: hence,    1 unwonted, extraordinary, of symptoms, Hp.Aph.4.52: Comp., ibid.; ἄ. ἁδονά E.IT842 (lyr.), cf. Arist.EN1149a15; ὄρνις Ar.Av.276; πόθος Id.Ec.956.    2 strange, paradoxical, δοῦλοι τῶν αἰεὶ ἀτόπων slaves to every new paradox, Th.3.38; ἄτοπόν τι πάσχειν And.4.34; τῶν -ωτάτων μέντἂν εἴη D.1.26; ἄτοπα τῆς σμικρολογίας absurd pettinesses, Pl.Tht.175a; ἄ. ἡδονῆς καὶ λύπης μεῖξις Id.Phlb.49a; ἄτοπόν ἐστι, c. inf., Pherecr.91, Eub.125; οὐδὲν ἄ. εἰ ἀποθάνοιμι Pl.Grg.521d, cf. Arist.Cat.11a37, al., etc.    b of persons, Isoc.12.149; ἄ. παιδευτής Pl.R.493c; ἄ. καὶ δυσχερεῖς D. 19.308; τὸν ἄτοπον φεύγειν ἀεί Men.203c; ἄ. φαγεῖν given to strange food, Philostr.VA3.55.    3 unnatural, disgusting, foul, πνεῦμα Th. 2.49; monstrous, ἀτοπώτατον πρᾶγμα ἐξευρών Lys.3.7; later, wicked, wrong, LXX Jb.27.6, Ev.Luc.23.41; of persons, opp. χρηστός, Phld. Sign.1; of things, bad, harmful, Act.Ap.28.6. Adv. -πως in an unfavourable position, κεῖσθαι, of planets, Vett. Val.63.12.    4 Adv. -πως marvellously or absurdly, Th.7.30, Pl.Phd.95b, al., Arist.EN 1136a12, etc.; ἀ. καθίζων, = ἀνυπόπτως, Eup.180.    II non-spatial, τῆς ἰδέας μενούσης ἐν ἀτόπῳ αὐτὸ τόπους γεννῆσαν Plot.6.5.8. Adv. -πως non-spatially, opp. τοπικῶς, Porph.Sent.33.

German (Pape)

[Seite 388] nicht am Orte, unziemlich; bes. wunderlich, auffallend, Eur. Ion. 689 I. T. 842; oft bei Plat. u. Folgdn, gew. mit mildem Tadel, καὶ ἀήθης Plat. Tim. 48 b; καὶ θαυμαστός Legg. I, 646 b; Ggstz εἰωθός, neu, ungewöhnlich, Thuc. 3, 38, bes. λέγειν. Oft ἄτοπον (sc. ἐστι), εἰ, Isocr. 3, 2; Plat. Gorg. 521 d; πῶς οὐκ ἄτοπον Isocr. 4, 127; oft bei Arist. – Auch = thöricht, ἀγνώμων καὶ ἄτοπος τῶν ὄντων Dem. 10, 40; Sp. auch = frevelhaft. – Adv., ἀτόπως ἔχειν Luc. Nigr. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est pas en son lieu et place, d’où
1 extraordinaire, étrange, insolite;
2 extravagant, absurde, inconvenant;
Cp. ἀτοπώτερος, Sp. ἀτοπώτατος.
Étymologie: ἀ, τόπος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1raro, absurdo, extravagante de pers. πολύ γέ μοι, ὦ Σώκρατες, νῦν ἀτοπώτερος αὖ φαίνῃ Pl.Alc.1.106a, cf. Phdr.230c, ἄ. παιδευτής Pl.R.493c, τινες ἄτοπον εἶναι με φήσειαν Isoc.12.149, εἴ τις ἄ. φανείῃ τοῖς πολλοῖς Arist.EN 1179a15 (= Anaxag.A 30), οἱ καλούμενοι ἁρμονικοί, τὸ μὲν ἦθος ... ἄτοποι Aristox.Harm.51.2, c. εἰμί y part. pred. οὐκ οἴῃ ἄ. γε εἶναι γελῶν ἀνθρώπου θανάτον; Hp.Ep.17 (p.358), ἄ. γὰρ ἂν εἴη τὸ αὐτὸ μανθάνων ... ὁ αὐτός Aristox.Harm.51.9, πατρίδος ... οὐκ ἄ. μνημονεύων Plot.4.3.32, o c. or. complet. πῶς οὐκ ἂν εἴης ἄ. εἰ ... πιστεύοις ...; Hld.1.25.5, ἄ. διὰ τί ... οὐ δόξει ... λέγων Plot.1.4.1
de abstr. extraño, sorprendente, inverosímil ἄτοπος ἄτοπα γὰρ παραδίδωσί μοι τάδε θεοῦ φήμα E.Io 690, ἄ. ἡδονῆς καὶ λύπης ... μεῖξις Pl.Phlb.49a, ἀτοπώτατον πρᾶγμα ποιοῦντες Plb.18.4.9, τίς νίκη ἀτοπωτέρα; D.C.63.9.3, cf. Plb.30.9.21, Anon.Hist.p.11M., PPetr.2.19.1.6 (III a.C.)
esp. en el giro ἄτοπον (ἐστι) c. constr. complet. o no (es) raro, extraño, absurdo ὁκόσοισιν ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ... κατὰ προαίρεσιν οἱ ὀφθαλμοὶ δακρύουσιν, οὐδὲν ἄτοπον Hp.Aph.4.52, ὡς ἄτοπόν ἐστι μητέρ' εἶναι καὶ γυνήν Pherecr.96, καὶ οὐδέν γε ἄ. εἰ ἀποθάνοιμι Pl.Grg.521d, τῶν ἀτοπωτάτων μέντ' ἂν εἴη, εἰ ... ταῦτα δυνηθεὶς μὴ πράξει D.1.26, ἄτοπον πλείους ὄντας ... τῶν ὑπεναντίων ἐλαττωθῆναι Plb.3.109.4, πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον ... ἐξ Ἰωνίας ἐλθεῖν, ἐν δὲ Βαβυλῶνι δὲ οὖσαν ὑστερεῖν; Charito 5.4.12, cf. Democr.B 155, Archyt.B 1, Isoc.1.42, Is.6.2, X.HG 2.3.19, Arist.Cat.11a37, Eub.122.1, Epicur.Fr.[26.40] 19, Plb.9.20.7, 3.11.8, Plu.2.708d, Hld.5.29.1
geom. absurdo como sinón. de imposible ref. a la imposibilidad lógica de una construcción o una propiedad, esp. en la fórmula ὅπερ ἄτοπον Autol.Sphaer.4, Euc.1.6, 3.13, Archim.Sph.Cyl.1.33
neutr. como adv. ὡς ἄτοπον εἰρηκότα (critican a Homero) por haber dicho una frase extraña ref. a una anomalía prosódica, Arist.SE 166b4
subst. τὸ ἄτοπον, τὰ ἄτοπα novedad, originalidad (ὑμεῖς) δοῦλοι ὄντες τῶν ἀεὶ ἀτόπων, ὑπερόπται τῶν εἰωθότων Th.3.38, op. ὅμοιον D.C.45.37.6
lo raro, lo extraño μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί Men.Fr.179c, sin art. φασὶ τὰ πρόβατα φαγεῖν ἄτοπα Philostr.VA 3.55
lóg. τὸ ἄτοπον la imposibilidad de demostrar nada por la definición, Arist.APo.92b28.
2 extraordinario, fuera de lo común ἄτοπον ἁδονὰν ἔλαβον E.IT 842, cf. Arist.EN 1149a.14, ἄ. πόθος Ar.Ec.956, ἄ. ὄρνις Ar.Au.276.
3 c. gen. equivocado, errado respecto a ἄ. ἂν εἴη τῆς αἰτίας Plot.3.2.3, τοῦ λόγου Plot.3.6.12.
II en cont. peyor.
1 antinatural, repugnante de cosas o abstr. πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει Th.2.49, ἡ ὗς ... ὄφιν ἀτοπώτερον Plu.2.670a, ἄ. μιαιφονία Agath.3.11.8
subst. τὰ ἄτοπα lo monstruoso Ἀλκαμένη ... ὥσπερ τὴν Γοργοῦς θεασαμένη κεφαλὴν ἤ τι τῶν ἀτοπωτέρων Hld.4.7.11
inoportuno, inconveniente (Δίων) ἐνίκησεν ... καὶ μάλα ἀτόπῳ τε καὶ αἰσχρᾷ νίκῃ Pl.Ep.333c, ποιήσας τὴν σύνταξιν τῆς δικαιολογίας, ἣ ... ἄ. ἐφαίνετο καὶ ... ἀπίθανος Plb.30.4.11.
2 de pers. y comportamientos humanos malvado, ilícito op. χρηστός Phld.Sign.1.11, ἵνα ῥυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων 2Ep.Thess.3.2, εἴωθεν ἤθεσι φαύλοις καὶ ἀτόποις πράγμασι ... λόγους πορίζειν Plu.2.27f, ἄτοπα καὶ φαῦλα βουλεύματα Plu.2.145d, ἄ. βουλή Hld.2.20.1, cf. 7.21.4
impuro διὰ λογισμῶν ἀτόπων Mac.Aeg.M.34.937D, ἐπιγενομένῃ τινι ἀτόπῳ πράξει Basil.Ep.55
subst. τὰ ἄτοπα iniquidad, mal εἶδον τοὺς ἀροτριῶντας τὰ ἄτοπα LXX Ib.4.8, cf. 2Ma.14.23.
III no espacial, fuera del espacio físico τῆς ἰδέας αὐτῆς μενούσης ἐν ἀτόπῳ, αὐτὸ τόπους γεννῆσαν Plot.6.5.8, τὸ οὖν ἄτοπον τοῦτο νοοῦντες Plot.6.8.11.
IV adv. -ως
1 de una manera rara, extrañamente μοι ἀ. ἔδοξεν εὐθὺς τὴν πρώτην ἔφοδον οὐ δέξασθαι Pl.Phd.95b, μάλ' ἀ. ἔοικά γε Pl.Ph.277d
insospechadamente πόλλ' ἔμαθον ... ἀ. καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.194
de modo absurdo οὐκ ἄν σοί τολμήσαιμι ἀδεῶς λέγειν [ἵ] να μὴ ἀ. δ[ι] ηγήσω[μ] αι PLugd.Bat.17.14.25 (II d.C.), ἀ. οὐκ ἄν τις παραβάλλοι τὰ συστήματα Aristid.Quint.66.24.
2 inoportunamente οὐκ ἀ. οἱ Θρᾷκες τὴν φυλακὴν ἐποιοῦντο Th.7.30
ridículamente καὶ μάλ' ἀ. συμβαῖνον Pl.Plt.266c.
3 no espacialmente op. ἐν τόπῳ y τοπικῶς Porph.Sent.33
astrol. de planetas en una posición que no es la propia op. καλῶς κείμενος Vett.Val.61.27.