παράρθρησις: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραρθρώ]]<br /><b>1.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> μερική [[εξάρθρωση]], [[παράρθρημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.
German (Pape)
[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.