ποτάμιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(Bailly1_4)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fleuve, de rivière.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fleuve, de rivière.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ποτᾰμιος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>of, on a [[river]] Ὀρτυγίαν ποταμίας [[ἕδος]] Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώας Ἀρτέμιδος [[ἐκεῖ]] φασιν [[εἶναι]] [[ἱερόν]], ἣν [[νῦν]] ποταμίαν εἶπεν. Σ.) (P. 2.7) ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι i. e. on the [[river]] Akragas (P. 6.6)
}}
}}

Revision as of 12:21, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμιος Medium diacritics: ποτάμιος Low diacritics: ποτάμιος Capitals: ΠΟΤΑΜΙΟΣ
Transliteration A: potámios Transliteration B: potamios Transliteration C: potamios Beta Code: pota/mios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.El.309, but cf. 56:—

   A of or from a river, ὄχθαι A.Th.392; ποτά S.Fr.659.5; δρόσος, ὕδατα, χεύματα, ῥεῖθρα, E.Hipp.127 (lyr.), Alc.159, Hel.1304 (lyr.), El. 152 (lyr.), 794; κύκνος Id.Rh.618; οἱ ἵπποι οἱ π. Hdt.2.71, cf. Arist. HA502a9; ὁ π. χοῖρος Id.Fr.300; τὰ π. (sc. ζῷα), opp. τὰ θαλάττια, etc., Id.HA487a27; of plants, Thphr.HP4.10.1; ναῦς Jul.Or.1.22a; ναῦται PGiss.40 ii 18 (iii A. D.).    2 of cities, on a river, Pi.P.6.6; ποταμία (sc. χώρα) Str.11.3.2, al.    3 epith. of Artemis, from the connexion of her worship with that of rivers, Pi.P.2.7; π. θεοί Artem.2.34.    4 Ποτάμιος (sc. μήν), ὁ, month at Chalcedon, GD1 3053.

German (Pape)

[Seite 688] wie ποτάμειος, von od. aus dem Flusse, am Flusse gelegen; Akragas, Pind. P. 6, 6; auch Artemis, die einen Tempel am Flusse hatte, 2, 7; ὄχθαι, Aesch. Spt. 374; oft bei Eur., δρόσος Hipp. 127, κώπη, Alc. 461, ὕδατα, νᾶμα u. ä.; auch in Prosa, ἵππος, Flußpferd, Her. 2, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ποτάμιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ἠλ. 309, ἀλλὰ πρβλ. 56· ― ὁ ἀνήκων εἰς ποταμόν, ἢ ἐκ ποταμοῦ λαμβανόμενος, ὄχθαι Αἰσχύλ. Θήβ. 392· ποτὰ Σοφ. Ἀποσπ. 587· δρόσος, ὕδατα, χεῦμα, ῥεῖθρα Εὐρ Ἱππ. 127, Ἄλκ. 159, κτλ.· κύκνος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 618· οἱ ἵπποι οἱ π., ἴδε ἐν λ. ἱπποπόταμος· ὁ π. χοῖρος Ἀριστ. Ἀποσπ. 28· τὰ ποτάμια (ἐξυπ. ζῷα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θαλάττια, κτλ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 15. 2) ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένων παρὰ ποταμόν, Πινδ. Π. 6. 6. 3) ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς ἐκ τῆς σχέσεως τῆς λατρείας αὐτῆς πρὸς τὴν τῶν ποταμῶν, Dissen εἰς Πινδ. Π. 2. 7 (11).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de fleuve, de rivière.
Étymologie: ποταμός.

English (Slater)

ποτᾰμιος
   1of, on a river Ὀρτυγίαν ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερόν, ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν. Σ.) (P. 2.7) ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι i. e. on the river Akragas (P. 6.6)