προμετωπίδιος: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> placé devant <i>ou</i> sur le front;<br /><i>subst.</i> τὸ προμετωπίδιον :<br /><b>1</b> frontail, armure pour protéger le front d’un cheval de guerre;<br /><b>2</b> sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d’un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μέτωπον]].
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> placé devant <i>ou</i> sur le front;<br /><i>subst.</i> τὸ προμετωπίδιον :<br /><b>1</b> frontail, armure pour protéger le front d’un cheval de guerre;<br /><b>2</b> sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d’un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μέτωπον]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[προμετωπίδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή [[πάνω]] στο [[μέτωπο]] («προμετωπίδιοι [[τρίχες]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμετωπίδιο</i><br />δερμάτινο [[λουρί]] του χαλινού που προσαρμόζεται στο [[μέτωπο]] του ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το πρόσθιο [[τμήμα]] του κρανίου ζώου, [[ιδίως]] βοδιού<br />β) το [[δέρμα]] ή οι [[τρίχες]] του μετώπου, [[ιδίως]] αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κόσμημα]] για το [[μέτωπο]], [[ιδίως]] τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (σχετικά με άνθρωπο) [[διακόσμηση]] στο πρόσθιο [[μέρος]] στέμματος ή στεφανιού («[[στέφανος]] χρυσοῡς... ἔχων προμετωπίδιον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμέτωπος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>προγαστρ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}