ἐξόπλισις: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἐξοπλισία]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξοπλίζω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἐξοπλισία]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξοπλίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξόπλισις:''' -εως, ἡ, [[εξοπλισμός]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A getting under arms, πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν X.Cyr.8.5.9, cf. Arist.Pr.922b14.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, die Ausrüstung, Bewaffnung, Xen. Cyr. 8, 5, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπλισις: -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, ἐξοπλισμός, πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἐξοπλισία.
Étymologie: ἐξοπλίζω.
Greek Monotonic
ἐξόπλισις: -εως, ἡ, εξοπλισμός, σε Ξεν.