Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Πρίαπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(Bailly1_4)
(34)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Priape, <i>fils d’Aphrodite et de Bacchus, dieu des jardins et de la fécondité</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê de [[Πρίαπος]], ville de Propontide.
|btext=ου (ὁ) :<br />Priape, <i>fils d’Aphrodite et de Bacchus, dieu des jardins et de la fécondité</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê de [[Πρίαπος]], ville de Propontide.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, [[Πρίεπος]] και ιων. τ. Πρίηπος Α<br /><b>μυθ.</b> [[δύσμορφος]] [[θεός]] της γονιμότητας λατρευόμενος αρχικώς στη Λάμψακο και στις [[γύρω]] περιοχές του Ελλησπόντου, ο [[οποίος]] σύμφωνα με τις ελληνικές μυθικές παραδόσεις ήταν [[γιος]] του Διονύσου και της Αφροδίτης ή κάποιας τοπικής νύμφης και στις παραστάσεις και απεικονίσεις του οποίου κυριαρχούσε ο [[υπερμεγέθης]] [[φαλλός]], που ήταν και το σύμβολό του<br /><b>αρχ.</b><br />(ο ιων. τ. στον πληθ. και [[κυρίως]] στην [[ποίηση]]) <i>Πρίηποι</i><br /><b>πιθ.</b> οι Σάτυροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το όνομα του θεού, όπως και ο [[ίδιος]] ο [[θεός]], προέρχεται [[μάλλον]] από τη βόρεια [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας (<b>πρβλ.</b> και το όν. [[Πρίαπος]] μιας πόλης στην [[Προποντίδα]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πρῐαπος Medium diacritics: Πρίαπος Low diacritics: Πρίαπος Capitals: ΠΡΙΑΠΟΣ
Transliteration A: Príapos Transliteration B: Priapos Transliteration C: Priapos Beta Code: *pri/apos

English (LSJ)

Ion. Πρίηπος (also written Πρίεπος, Arr.Fr.23 J., cf. Πριέπιος), ὁ,

   A Priapus, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Paus.9.31.2: pl. Πρίηποι, like Σάτυροι, Mosch.3.27.

Greek (Liddell-Scott)

Πρίᾱπος: Ἰων. Πρίηπος, ὁ, Priāpus, ὁ θεὸς τῶν κήπων καὶ ἀμπελώνων καὶ καθόλου τῶν ἀγρῶν καὶ τοῦ ἀγροτικοῦ βίου, οὗ ἡ λατρεία ἔλαβεν ἀρχὴν ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις ἐν Λαμψάκῳ καὶ ἐξετάθη καθ’ ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα. Περιγράφεται ὡς υἱὸς τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23. 1, Διόδ. 4. 6, Παυσ. 9. 31, 2· καὶ παρίστατο διὰ προχείρως εἰργασμένου ξοάνου χρησιμεύοντος ὡς ὁρίου τῶν ἀγρῶν κεχρωματισμένου δὲ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος καὶ φέροντος ἐν τῇ χειρὶ ῥόπαλονκλαδευτήριον ἔχοντος δὲ μέγα γεννητικὸν μόριον ὡς σύμβολον τῆς γεννητικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, ἴδε Voss. Mythol. Br. 2, σ. 295· οἱ ποιηταὶ ἔχουσι καὶ πληθ. Πρίηποι, ὡς τὸ Σάτυροι, Μόσχ. 3. 27. - Ἐπίθ. Πριάπειος, α, ον, Ἀνθ. 6. 254· Πρ. μέτρον Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Priape, fils d’Aphrodite et de Bacchus, dieu des jardins et de la fécondité.
Étymologie: DELG pê de Πρίαπος, ville de Propontide.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, Πρίεπος και ιων. τ. Πρίηπος Α
μυθ. δύσμορφος θεός της γονιμότητας λατρευόμενος αρχικώς στη Λάμψακο και στις γύρω περιοχές του Ελλησπόντου, ο οποίος σύμφωνα με τις ελληνικές μυθικές παραδόσεις ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης ή κάποιας τοπικής νύμφης και στις παραστάσεις και απεικονίσεις του οποίου κυριαρχούσε ο υπερμεγέθης φαλλός, που ήταν και το σύμβολό του
αρχ.
(ο ιων. τ. στον πληθ. και κυρίως στην ποίηση) Πρίηποι
πιθ. οι Σάτυροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το όνομα του θεού, όπως και ο ίδιος ο θεός, προέρχεται μάλλον από τη βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας (πρβλ. και το όν. Πρίαπος μιας πόλης στην Προποντίδα)].