ὑπουργία: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> aide, assistance, secours, bon office;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> empressement affecté, obséquiosité, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> aide, assistance, secours, bon office;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> empressement affecté, obséquiosité, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπουργία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] και το [[έργο]] του υπουργού («η [[υπουργία]] του ήταν πολύ αποδοτική»)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη [[υπουργία]] του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]] («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)<br /><b>3.</b> [[χρήση]], [[χρησιμοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολακεία]], δουλική [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[παροχή]] υπηρεσιών από γιατρό ή [[μαία]]<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα [[μέσα]], τα αναγκαία έξοδα.
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργία Medium diacritics: ὑπουργία Low diacritics: υπουργία Capitals: ΥΠΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: hypourgía Transliteration B: hypourgia Transliteration C: ypourgia Beta Code: u(pourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A service rendered, S.OC1413, X.Hier.1.38, Arist.Rh.1385a29, Luc. Pseudol.25, Rev.Et.Anc.33.210 (Theangela), BGU197.17 (i A. D.), etc.; sens. obsc., Amphis 20.5.    2 pl., medical duties, services, Hp.Decent.12, al.; duties of a midwife, Sor.1.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1238] ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργία: ἡ, ὑπηρεσία γινομένη πρός τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1413, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 4· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 5. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, χαμέρπεια, κολακεία, σπουδὴ πρὸς ἀρέσκειαν, Ξεν. Ἱέρων 1, 38, Λουκ. Ψευδολογ. 25. 3) ἰατρικὴ περιποίησις, Ἱππ. 24. 47, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 aide, assistance, secours, bon office;
2 en mauv. part empressement affecté, obséquiosité, adulation.
Étymologie: ὑπουργός.

Greek Monolingual

η / ὑπουργία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α ὑπουργός
νεοελλ.
1. το αξίωμα και το έργο του υπουργού («η υπουργία του ήταν πολύ αποδοτική»)
2. ο χρόνος θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη υπουργία του»)
μσν.-αρχ.
1. υπηρεσία, εξυπηρέτηση («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», Σοφ.)
2. βοήθεια, συνδρομή («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)
3. χρήση, χρησιμοποίηση
αρχ.
1. κολακεία, δουλική συμπεριφορά
2. παροχή υπηρεσιών από γιατρό ή μαία
3. τα απαραίτητα μέσα, τα αναγκαία έξοδα.