παράκτιος: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui se trouve sur le bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκτή]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui se trouve sur le bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκτή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[παράκτιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[ακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «παράκτιοι οργανισμοί»<br /><b>βιολ.</b> οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την [[επίδραση]] της παλίρροιας<br />β) «[[παράκτιος]] [[πυρετός]]»<br /><b>(κτηνιατρ.)</b> [[πυρετός]] ο [[οποίος]] οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές<br />γ) «παράκτια [[ζώνη]]»<br /><b>ωκεαν.</b> θαλάσσια οικολογική [[ζώνη]] η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε [[βάθος]] 5 ώς 10 [[μέτρα]] [[κάτω]] από την χαμηλή [[στάθμη]] της παλίρροιας, εξαρτώμενη από την [[ένταση]] τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παράκτιοι</i><br />οι παραθαλάσσιοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκτή]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[άκτιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον (ος, ον AP6.167 (Agath.)),
A on the sea-side, κέλευθος, ὁδός, A.Pr.836, S.Fr.905 ; λειμῶνες Id.Aj.654 ; πλάξ Phryn. Trag.5.3 ; παράκτιοι δραμεῖσθε E.IT1424 : in Prose, οἱ π. IG5(2).268.24 (Mantinea, i B.C.) ; also later, Agath.2.16, al.
German (Pape)
[Seite 486] gew. 3 Endgn, neben oder an dem Gestade, am Ufer gelegen; τὴν παρακτίαν κέλευθον, Aesch. Prom. 838, wie Soph. frg. 233; λειμῶνες, Ai. 639; παρακτίαν ψάμαθον, Eur. I. A. 164; sp. D., περιωπή, Agath. 28 (VI, 167).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui se trouve sur le bord de la mer.
Étymologie: παρά, ἀκτή.
Greek Monolingual
-α, -ο / παράκτιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή
νεοελλ.
φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση της παλίρροιας
β) «παράκτιος πυρετός»
(κτηνιατρ.) πυρετός ο οποίος οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές
γ) «παράκτια ζώνη»
ωκεαν. θαλάσσια οικολογική ζώνη η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε βάθος 5 ώς 10 μέτρα κάτω από την χαμηλή στάθμη της παλίρροιας, εξαρτώμενη από την ένταση τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδες
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράκτιοι
οι παραθαλάσσιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀκτή (πρβλ. μεσ-άκτιος)].