ἐπάγερσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(Bailly1_2) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de rassembler des forces contre un ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγείρω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de rassembler des forces contre un ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπάγερσις]], η (Α) [[επαγείρω]]<br />[[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]] στρατού [[εναντίον]] εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.
Greek Monolingual
ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).