ἡρῷον: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ἡρῷος]].
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ἡρῷος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡρῷον:''' Ιων. -ώϊον, τό ([[ἥρως]]),<br /><b class="num">1.</b> (σε συνδυασμό με το <i>ἱερὸν</i> ή το [[ἕδος]]), ο [[ναός]] ή το [[ιερό]] που είναι αφιερωμένο σε έναν ήρωα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[θἠρῷον]], δηλ. τὸ [[ἡρῷον]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> (σε συνδυασμό με το [[μέτρον]]), ο [[εξάμετρος]] [[στίχος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρῷον Medium diacritics: ἡρῷον Low diacritics: ηρώον Capitals: ΗΡΩΟΝ
Transliteration A: hērō̂ion Transliteration B: hērōon Transliteration C: iroon Beta Code: h(rw=|on

English (LSJ)

Ion. ἡρώϊον, τό,    1 (sc. ἱερόν or ἕδος) shrine of a hero, Hdt. 5.47, 67, Th.2.17, etc.; θἠρῷον, i.e. τὸ ἡρῷον, Ar.V.819.    2 tomb, IG12(7).478 (Amorgos), IGRom.4.799 (Apamea, iii A.D.), etc.:—in form ἡρώειον, CIG4418 (Cilicia), etc.    3 (sc. μέτρον) hexameter, Plu.Num.4, etc.    4 ἡρῷα (sc. ἱερά), τά, festival of a hero, δειπνεῖν Id.2.811d, cf. IG22.974.

German (Pape)

[Seite 1176] τό, Heiligthum, Tempel eines Heros, ion. ἡρώϊον; ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἡρώϊον ἱδρυσάμενοι Her. 5, 47; τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ἡρῷα πάντα Thuc. 2, 17; vgl. 3, 24; Ath. VI, 266 d; θἡρῷον Ar. Vesp. 819.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρῷον: Ἰων. -ώϊον, τό, 1) (ἐξυπακ. τοῦ ἱερὸν ἢ ἕδος) ἱερὸν ἀφιερωμένον εἰς ἥρωα, οἷον τὸ ἀφιερωμένον εἰς τὸν Ἄδραστον, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. 47, Θουκ. 2. 17, κτλ.· θἠρῷον, δηλ. τὸ ἡρῷον, Ἀριστοφ. Σφ. 819. ― τύπος τις ἡρώειον (μνημονευόμενος ὑπὸ Ἡσύχ.) εὕρηται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4278 a, b, e, 4418 κ. ἀλλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ μέτρον) ἑξάμετρος, Πλούτ. Νουμ. 4, κτλ. 3) ἡρῷα (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ ἥρωος, ὁ αὐτ. 2. 811D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. ἡρῷος.

Greek Monotonic

ἡρῷον: Ιων. -ώϊον, τό (ἥρως),
1. (σε συνδυασμό με το ἱερὸν ή το ἕδος), ο ναός ή το ιερό που είναι αφιερωμένο σε έναν ήρωα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· θἠρῷον, δηλ. τὸ ἡρῷον, σε Αριστοφ.
2. (σε συνδυασμό με το μέτρον), ο εξάμετρος στίχος, σε Πλούτ.