ἰχνευτής: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἰχνεύμων]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἰχνεύμων]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνευτής]]) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνευτής]], [[ιχνηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰχνευταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλή<br /><b>2.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> εντεταλμένο [[άτομο]] που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους<br /><b>4.</b> [[είδος]] ζώου της Αιγύπτου, ο [[ιχνεύμων]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνευτής Medium diacritics: ἰχνευτής Low diacritics: ιχνευτής Capitals: ΙΧΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ichneutḗs Transliteration B: ichneutēs Transliteration C: ichneftis Beta Code: *)ixneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298).    2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.).    II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.