κόππα: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 22: Line 22:
{{bailly
{{bailly
|btext=(τὸ) <i>indécl.</i><br />qoppa, <i>ancienne lettre de l’alphabet grec, figurée par le signe</i> Ϟ, <i>placée originairement entre le</i> π <i>et le</i> ρ,<i> répondant au Q latin et au Koph hébreu. Elle fut employée plus tard comme chiffre valant 90</i>.<br />'''Étymologie:''' orig. sémit.
|btext=(τὸ) <i>indécl.</i><br />qoppa, <i>ancienne lettre de l’alphabet grec, figurée par le signe</i> Ϟ, <i>placée originairement entre le</i> π <i>et le</i> ρ,<i> répondant au Q latin et au Koph hébreu. Elle fut employée plus tard comme chiffre valant 90</i>.<br />'''Étymologie:''' orig. sémit.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κόππα]])<br />[[γράμμα]] τών πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων [[μεταξύ]] του <i>π</i> και του <i>ρ</i>, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το <i>κ</i> και διασώθηκε μόνο σε επιγραφές, [[πάντοτε]] [[πριν]] από <i>O</i> ή <i>Υ</i>, (π.χ. <i>όρινθος</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παροιμ.</b> «οὐδὲ [[κόππα]] γιγνώσκων» — λεγόταν για εντελώς αδαή άνθρωπο<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> ως αριθμητικό [[σύμβολο]] παρίστανε τον αριθμό 90 και ήταν αντίστοιχο με το εβραϊκό koph.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, <b>βλ.</b> εγκυκλ. λ. [[κάππα]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόππα Medium diacritics: κόππα Low diacritics: κόππα Capitals: ΚΟΠΠΑ
Transliteration A: kóppa Transliteration B: koppa Transliteration C: koppa Beta Code: ko/ppa

English (LSJ)

τό, = Hebr. <*> (Koph), a letter (Ϙ, ϙ) standing between π and ρ in early Greek alphabets, IG14.2420, etc.; later displaced by κ, but surviving in Latin as Q and retained in Greek as a numeral = 90, e.g. PSI8.958.24 (iv A. D.): prov.,

   A οὐδὲ κόππα γιγνώσκων Parmeno 1.

German (Pape)

[Seite 1483] τό, ein Buchstabe des althellenischen Alphabets, der in das später üblich gewordene nicht aufgenommen wurde, dessen Schriftzeichen. sich aber auf korinthischen u. syrakusischen Münzen erhalten hat; es stand ursprünglich zwischen Π u. Ρ, dem phönicischhebräischen Koph u. dem lateinischen q entsprechend, u. deshalb auch später noch als Zahlzeichen 90 bedeutend. – Von einem dummen Menschen sagt Parmeno bei Ath. V, 221 a οὐδὲ κόππα γιγνώσκων.

Greek (Liddell-Scott)

κόππα': τό, γράμμα (Ϙ ϙ) τι τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ὅπερ δὲν περιελήφθη ἐν τῷ Σαμο-Ἀθηναϊκῷ ἀλφαβήτῳ, (διότι τὸ κάππα ἐχρησιμοποιήθη ἀντί τοῦ κόππα)· ἐν ἀρχαίαις ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ ὡς τὸ πρῶτον γράμμα τῆς λέξεως Κόρινθος, οἷον ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 29· και παριστᾷ ταύτην τὴν πόλιν ἐπὶ νομισμάτων αὐτῆς τε καὶ τῶν ἀποικιῶν αὐτῆς, ἰδίως τῶν Συρακουσῶν καὶ τῆς Κρότωνος. Διετηρήθη δὲ ὡς ἀριθμητικὸν σημεῖον = 90, μεταξύ τοῦ π (80), καὶ ρ (100)· τοῦτο δὲ δεικνύει ὅτι ἦτο ταὐτὸν τῷ Ἑβραϊκῷ Ϟ (Koph) καὶ τῷ Λατ. Q, πρὸς ἃ ἀντιστοιχεῖ καὶ κατὰ τὸ σχῆμα, πρβλ. σταῦ, σαμπῖ· ― παροιμ. οὐδὲ κόππα (ἢ κάππα) γιγνώσκων Παρμ. παρ’ Ἀθην. 221Α.

Τὸ κόππα (Ϙ ϙ), γράμμα τοῦ πάλαι Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ὅπερ ἀπαντᾷ μὲν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἔν τισι διαλέκτοις ὡς ἕτερον κ, περιεσώθη δ’ ὡς «παράσημον» ἢ ἀριθμὸς ϙ΄= 90. Ὤφειλε δὲ τὸ ὄνομα «κόππα» νὰ γράφηται «ϙόππα», καθ’ ὅσον «πᾶν στοιχεῖον ἀφ’ ἑαυτοῦ ἄρχεται» (Σχόλ. εἰς Διον. Θρᾷκα 325, 6). Ἐπειδὴ δὲ ὡς γράμμα τὸ σύμβολον ϙ εὕρηται σχεδὸν ἀείποτε πρὸ τοῦ Ο καὶ Υ (ὅπερ Υ τότε ἐξεφωνεῖτο ὡς ου), ἔτι δὲ καὶ πρὸ συμφώνων, συνάγεται ὅτι προεφέρετο ὡς τὸ καθ’ ἡμᾶς κ ὑπὸ τὰς αὐτὰς συνθήκας, ἤγουν ὡς λαρυγγικὸν κ (ἐν ταῖς λέξεσι κάτω, κώμη, κρίσις, κτῆμα). Παραδείγματα· ϙόραξ, ϙοσμία, ὅρϙον, Γλαῦϙος, ϙορινθόθεν, γλαυϙώπιδι, ϙούρῃ, Ϝεϙόντας, Ἀρκαδιϙόν, Εὔδιϙος, Καλιϙόμη, Λύϙος, ϙουφαγόρας, ϙύϙνος, λήϙυθος, ϙυνίσϙος, Λοϙρός, ϙλυτώ, Πάτροϙλος, Ἕϙτωρ, κτλ. ― Τὸ ϙ σπάνιον ὂν ἤδη ἐν αὐτῇ τῇ δοκίμῳ ἀρχαιότητι ἐξετοπίσθη ὑπὸ τοῦ κ ὅπερ ἀνέκαθεν εἶχε καὶ λαρυγγικὸν καὶ οὐρανικὸν φθόγγον (οἷον ἐν τοῖς κόπτω, κράζω, κτῆνος ― κελεύω, κεῖμαι, κέρδος, κῆπος. Παλαιότεραι μαρτυρίαι. ϙuintil. I, 4, 9. ϙ, cuius similis effectu specieϙue (nisi ϙuod paullum a nostris obliϙuatur) Koppa apud Graecos nunc tantum in numero manet. ― Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 23· κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον… καὶ παρὰ γραμματικοῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Ἡσύχ. κοππατίας· ἵππος κεκαυμένος, ἐντετυπωμένον ἔχων σημεῖον τὸ κόππα. ― Σουΐδ. κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακται (; -ο) στοιχεῖον… παρὰ γὰρ τοῖς γραμματισταῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Σχόλ. εἰς Διονύσ. Θρᾷκα 496, 5· γράμματα δὲ καὶ παρὰ Χαλδαίοις καὶ Αἰγυπτίοις καί τινα ἕτερα, τὸ δίγαμμα καὶ τὸ κόππα καὶ τὸ καλούμενον παρακύϊσμα. ― Α. Ν. Γιάνναρης.

French (Bailly abrégé)

(τὸ) indécl.
qoppa, ancienne lettre de l’alphabet grec, figurée par le signe Ϟ, placée originairement entre le π et le ρ, répondant au Q latin et au Koph hébreu. Elle fut employée plus tard comme chiffre valant 90.
Étymologie: orig. sémit.

Greek Monolingual

το (Α κόππα)
γράμμα τών πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων μεταξύ του π και του ρ, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ και διασώθηκε μόνο σε επιγραφές, πάντοτε πριν από O ή Υ, (π.χ. όρινθος)
αρχ.
1. παροιμ. «οὐδὲ κόππα γιγνώσκων» — λεγόταν για εντελώς αδαή άνθρωπο
2. πάπ. ως αριθμητικό σύμβολο παρίστανε τον αριθμό 90 και ήταν αντίστοιχο με το εβραϊκό koph.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, βλ. εγκυκλ. λ. κάππα.