κοσμητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; <i>à Athènes</i> cosmète, <i>ou</i> surveillant des gymnases;<br /><b>2</b> serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur <i>ou</i> coiffeur.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; <i>à Athènes</i> cosmète, <i>ou</i> surveillant des gymnases;<br /><b>2</b> serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur <i>ou</i> coiffeur.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο, θηλ. [[κοσμήτρια]] (ΑM [[κοσμητής]], θηλ. [[κοσμήτρια]]) [[κοσμώ]]<br />αυτός που καλλωπίζει, ο [[διακοσμητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κοσμήτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />μαρμάρινο [[διάζωμα]] που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το [[ιερό]] [[βήμα]] από τον [[κυρίως]] ναό και αποτελεί [[στοιχείο]] του βυζαντινού τέμπλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέτασσε τον στρατό<br /><b>2.</b> [[νομοθέτης]] πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) [[άρχοντας]] που επόπτευε τους εφήβους, [[δηλαδή]] τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητής Medium diacritics: κοσμητής Low diacritics: κοσμητής Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΣ
Transliteration A: kosmētḗs Transliteration B: kosmētēs Transliteration C: kosmitis Beta Code: kosmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A orderer, director, πολέμου Epigr. ap. Aeschin.3.185; πόλεως κ. legislator, Pl.Lg.844 a; title of Zeus, Paus.3.17.4.    2 at Athens and elsewhere, magistrate in charge of the ἔφηβοι, Arist.Ath.42.2, IG 22.665.10,17 (iii B. C.), 1009.33 (ii B. C.), al., Pl.Ax.366 e, Telesp.50 H., POxy.519.8 (ii A. D.), PFay.85 (iii A. D.), etc.    II adorner, X.Cyr. 8.8.20.    2 cleaner or polisher of temple-statues, IG11(2).154A20 (Delos, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητής: -οῦ, (κοσμέω) ὁ διευθυντής, διατάκτης, πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, νομοθέτης, Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. κοσμητεύω. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κοσμητής· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; à Athènes cosmète, ou surveillant des gymnases;
2 serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur ou coiffeur.
Étymologie: κοσμέω.

Greek Monolingual

(II)
ο, θηλ. κοσμήτρια (ΑM κοσμητής, θηλ. κοσμήτρια) κοσμώ
αυτός που καλλωπίζει, ο διακοσμητής
νεοελλ.
ο κοσμήτορας
νεοελλ.-μσν.
μαρμάρινο διάζωμα που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό και αποτελεί στοιχείο του βυζαντινού τέμπλου
μσν.-αρχ.
αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών
αρχ.
1. αυτός που παρέτασσε τον στρατό
2. νομοθέτης πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», Πλάτ.)
3. (στην Αθήνα) άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους, δηλαδή τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.