λέπαργος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a la peau blanche, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λέπος]], [[ἀργός]].
|btext=ος, ον :<br />qui a la peau blanche, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λέπος]], [[ἀργός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λέπαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]] ή [[λευκά]] φτερά («[[λέπαργος]] [[κίρκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λευκή [[κοιλιά]] ή [[λευκά]] [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[λευκός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κνήμ</i>-<i>αργος</i>, <i>πύγ</i>-<i>αργος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπαργος Medium diacritics: λέπαργος Low diacritics: λέπαργος Capitals: ΛΕΠΑΡΓΟΣ
Transliteration A: lépargos Transliteration B: lepargos Transliteration C: lepargos Beta Code: le/pargos

English (LSJ)

ον, (λέπος)

   A with white coat or feathers, κίρκος A.Fr.304.5; of a sheep or goat, Theoc.4.45.    II as Subst., λ., ὁ, of an ass, Nic.Th.349.

German (Pape)

[Seite 29] mit weißem Fell, weißgrau; vom Esel, Nic. Ther. 349; κίρκος, Aesch. frg. 291; Theocr. 4, 45; auch vom Schnee, VLL. Die Alten führen es aber zum Theil auch auf λαπάρας ἔχων λευκάς zurück, weißbäuchig.

Greek (Liddell-Scott)

λέπαργος: -ον, (λέπος) ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ λευκὰ πτερά, κίρκος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 5· ἐπὶ τράγου, ὁ λευκοκοίλιος ἢ λευκόπλευρος, Θεόκρ. 4. 45· ― ὡς οὐσιαστ., λέπαργος, ὁ, ἐπὶ ὄνου, Νικ. Θηρ. 349, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la peau blanche, blanc.
Étymologie: λέπος, ἀργός.

Greek Monolingual

λέπαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ-αργος, πύγ-αργος)].