μετάτροπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />retourné, changé.<br />'''Étymologie:''' μετατρέπω.
|btext=ος, ον :<br />retourné, changé.<br />'''Étymologie:''' μετατρέπω.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάτροπος]], -ον (Α) [[μετατρέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που στρέφεται [[προς]] [[κάτι]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «[[δαίμων]] [[μετάτροπος]] ἐπ' [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔργα μετάτροπα» — πράξεις που επιστρέφουν στον δράστη, έργα που τά ακολουθεί [[τιμωρία]] ή [[εκδίκηση]], <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιρρεπής]] στην [[αλλαγή]]<br /><b>4.</b> ο αναποδογυρισμένος.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάτροπος Medium diacritics: μετάτροπος Low diacritics: μετάτροπος Capitals: ΜΕΤΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: metátropos Transliteration B: metatropos Transliteration C: metatropos Beta Code: meta/tropos

English (LSJ)

ον,

   A turning about, returning, μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων AP 7.506.5 (Leon.), cf. Call.Del.99; μ. αὖραι veering winds, E.El.1147 (lyr.); πολέμον μ. αὔρα Ar.Pax945 (lyr.).    2 turning round upon, δαίμων μ. ἐπί τινι A.Pers.943 (lyr.); μετάτροπα ἔργα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes. Th.89.

German (Pape)

[Seite 155] umgewandelt, ἔργα μετάτροπα, Thaten der Vergeltung, der Rache, durch die ein Unglück auf das Haupt des Urhebers zurückfällt, Hes. Th. 89; – zurückgewandt, δαίμων γὰρ ὅδ' αὖ μετάτροπος ἐπ' ἐμοί, Aesch. Pers. 905; μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων, Eur. El. 1147; u. ähnlich Ar. κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα, Pax 945; sp. D., wie Callim. Del. 99.

Greek (Liddell-Scott)

μετάτροπος: -ον, ὁ περιτρεπόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 7. 506, Καλλ. εἰς Δῆλ. 99. 2) ὁ στρεφόμενος πρός τι, δαίμων μ. ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 942· ἔργα μετάτροπα, = ἔργα ἄντιτα, παλίντιτα, ἔργα, ἅτινα ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸν πράξαντα αὐτά, ἢ ἅτινα ἀκολουθεῖ ἐκδίκησις καὶ τιμωρία, Ἡσ. Θ. 89· - καὶ ὑπάρχει πιθανῶς ἡ αὐτὴ ἔννοια τιμωρίας καὶ ἐκδικήσεως ἐν τῷ: μ. αὖραι ἐν Εὐρ. Ἠλ. 1147, καὶ πολέμου μετάτροπος αὔρα ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 945. Πρβλ. μετατροπή.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retourné, changé.
Étymologie: μετατρέπω.

Greek Monolingual

μετάτροπος, -ον (Α) μετατρέπω
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.)
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ' ἐμοί», Αισχύλ.
β. «ἔργα μετάτροπα» — πράξεις που επιστρέφουν στον δράστη, έργα που τά ακολουθεί τιμωρία ή εκδίκηση, Ησίοδ.)
3. αυτός που είναι επιρρεπής στην αλλαγή
4. ο αναποδογυρισμένος.