μεσεύω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tenir le milieu de <i>ou</i> entre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
|btext=tenir le milieu de <i>ou</i> entre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσεύω]] (Α) [[μέσος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]], [[κατέχω]] το [[μέσο]] [[μεταξύ]] δύο («ἡ μὲν [[αἵρεσις]] οὕτω γιγνομένη [[μέσον]] ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέκομαι]] στη [[μέση]] («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων [[γένος]] [[ὥσπερ]] μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ουδέτερος]], δεν [[παίρνω]] το [[μέρος]] κανενός («[[ἐπεὶ]] δὲ κατελθόντες [[οὐκέτι]] ἐμέσευον, ἀλλὰ [[προθύμως]] συνεμάχουν τοῑς Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεύω Medium diacritics: μεσεύω Low diacritics: μεσεύω Capitals: ΜΕΣΕΥΩ
Transliteration A: meseúō Transliteration B: meseuō Transliteration C: meseyo Beta Code: meseu/w

English (LSJ)

   A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5.    2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29.    b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.

German (Pape)

[Seite 137] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεύω: ὡς τὸ μεσόω, εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, κατέχω τὸ μέσον μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· μένω οὐδέτερος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.

French (Bailly abrégé)

tenir le milieu de ou entre, gén..
Étymologie: μέσος.

Greek Monolingual

μεσεύω (Α) μέσος
1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.)
2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», Αριστοτ.)
3. μένω ουδέτερος, δεν παίρνω το μέρος κανενός («ἐπεὶ δὲ κατελθόντες οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ προθύμως συνεμάχουν τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.).