μέλλησις: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> attente;<br /><b>2</b> action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;<br /><b>3</b> pensée <i>ou</i> résolution qui n’aboutit pas.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> attente;<br /><b>2</b> action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;<br /><b>3</b> pensée <i>ou</i> résolution qui n’aboutit pas.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μέλλησις]], ἡ (Α) [[μέλλω]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προπαρασκευή]], [[ιδίως]] πολεμική, [[εξοπλισμός]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]] που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρονοτριβή]] στην [[επιτέλεση]] ενός έργου, [[αδράνεια]] («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾱς δεινῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλησις Medium diacritics: μέλλησις Low diacritics: μέλλησις Capitals: ΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: méllēsis Transliteration B: mellēsis Transliteration C: mellisis Beta Code: me/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A being about to do, threatening to do, Th.1.69, 4.126, al.; opp. ὁρμή, Arist.Rh.1393a4.    II unfulfilled thought or intention, delay, Th.5.116, Pl.Lg.723d; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Th.5.66; μελλήσει οὐδεμιᾷ Procop.Pers.1.25.    2 c. gen. rei, putting off, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Th. 3.12.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, das Zögern, Zaudern; Thuc. 1, 69; καὶ ὄκνος, 7, 49; auch die Erwartung, 4, 126; μηκέτι διατριβὴν πλείω τῆς μελλήσεως ποιώμεθα, Plat. Legg. IV, 723 d; Folgde; – διὰ βραχείας μελλήσεως, nach kurzer Zwischenzeit, Thuc. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλησις: ἡ, (μέλλω) βραδύτης, ἀδράνεια, χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. σκέψις μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, ἀργοπορία, βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 attente;
2 action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;
3 pensée ou résolution qui n’aboutit pas.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μέλλησις, ἡ (Α) μέλλω
1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός
2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.)
3. χρονοτριβή στην επιτέλεση ενός έργου, αδράνεια («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾱς δεινῶν», Θουκ.).