νεόρρυτος: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ῥέω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />nouvellement tiré (du fourreau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], ῥύω. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ῥέω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />nouvellement tiré (du fourreau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], ῥύω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>μελί</i>-<i>ρρυτος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[νεόρρυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[ξίφος]]) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που [[μόλις]] σύρθηκε από το [[θηκάρι]] του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥύομαι]] «[[έλκω]], [[σύρω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ῥέω)
A fresh-flowing, πηγαὶ γάλακτος S.El.894; δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7; κάλλεα κηροῦ AP9.363.15 (Mel.); αἷμα Nonn.D.43.134.
νεό-ρρῡτος, ον, (ἐρύω A)
A newly drawn, ξίφος A.Ag.1351.
Greek (Liddell-Scott)
νεόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, βλέπω ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).
Étymologie: νέος, ῥέω.
2ος, ον :
nouvellement tiré (du fourreau).
Étymologie: νέος, ῥύω.
Greek Monolingual
(I)
νεόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, μελί-ρρυτος].———————— (II)
νεόρρυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που μόλις σύρθηκε από το θηκάρι του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥύομαι «έλκω, σύρω»)].