Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀϊζύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />misère, infortune.<br />'''Étymologie:''' [[οἴ]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />misère, infortune.<br />'''Étymologie:''' [[οἴ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀϊζύς]] και, αττ. τ., οἰζύς, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]], [[ταλαιπωρία]] («παύσονται καμάτου καὶ ὀϊζύος», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀϊζύς</i><br />όνομα μυθικής κόρης της Νυκτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[πενθώ]]» με εκφραστική κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> [[αχλύς]], [[ισχύς]])].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀϊζύς Medium diacritics: ὀϊζύς Low diacritics: οϊζύς Capitals: ΟΪΖΥΣ
Transliteration A: oïzýs Transliteration B: oizys Transliteration C: oizys Beta Code: o)i+zu/s

English (LSJ)

Trag. and later Ion. (Herod.7.39) οἰζύς, ύος, ἡ,

   A woe, misery, πόνος καὶ ὀ. Il.13.2 ; κάματος καὶ ὀ. 15.365, cf. Hes.Op.177: contr. dat. ὀϊζυῖ for ὀϊζύϊ, Od.7.270 : acc. ὀϊζύα for ὀϊζύν first in Q.S.2.88: Trag. οἰζύς A.Ag.756 (lyr.), Eu.893, E.Hec.949(lyr.).    II as pr. n., daughter of Night, Hes.Th.214. [ῡ in nom. and acc., v. Hes. l. c. ; ῠ in other cases.]

German (Pape)

[Seite 298] ύος, ἡ, att. οἰζύς (οἴ), Weh, Jammer, Unglück; φαίην κε φρέν' ἀτέρπου ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι, Il. 6, 285, das Ungemach vergessen; ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος, ἣν ἀνέτλημεν, Od. 3, 103; mit πόνος verbunden, Il. 13, 2 u. öfter, wie mit κάματος, 15, 365; ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ, Od. 7, 270; θεοὶ δ' ὤπαζον ὀϊζύν, 23, 210; πάσης ἀπήμον' οἰζύος, Aesch. Eum. 853; vgl. Ag. 734; Eur. Hec. 949; einzeln bei Sp. – Qu. Sm. 2, 88 hat auch den accus. ὀϊζύα. – [Υ in ὀϊζύν ist lang Hes. Th. 214].

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊζύς: Ἀττ. οἰζύς, ὡς δισύλλ., γεν. ύος, ἡ, (οἴ)˙ ― ἀθλιότης, δυστυχία, ἐλεεινότης, ταλαιπωρία, κακοπάθεια, συχν. παρ’ Ὁμ, ὅστις συνάπτει αὐτὸ μετ’ ἄλλων λέξεων, πόνος καὶ ὀϊζὺς Ἰλ. Ν. 2˙ κάματος καὶ ὀϊζὺς Ο. 365, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 175˙ συνῃρ. δοτ. ὀϊζυῖ ἀντὶ ὀϊζύϊ, Ὀδ. Η. 270 αἰτ. ὀϊζύα ἀντὶ ὀϊζὺν πρώτον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 2. 88˙ ― περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου οἰζὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 796, Εὐμ. 893, κτλ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 936 (949), προοίμ. σ. ΙΧ, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 276. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄν., μυθικόν τιν ὄν, θυγάτηρ τῆς νυκτός, Ἡσ. Θ. 214. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἴδε Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ῠ ἐν τρισυλλάβοις πτώσεσιν].

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
misère, infortune.
Étymologie: οἴ.

Greek Monolingual

ὀϊζύς και, αττ. τ., οἰζύς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αθλιότητα, δυστυχία, ταλαιπωρία («παύσονται καμάτου καὶ ὀϊζύος», Ησίοδ.)
2. ως κύριο όν. Ὀϊζύς
όνομα μυθικής κόρης της Νυκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. οἴζω «θρηνώ, πενθώ» με εκφραστική κατάλ. -ύς (πρβλ. αχλύς, ισχύς)].