οἴναρον: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> feuille de vigne, pampre;<br /><b>2</b> vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴνη]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> feuille de vigne, pampre;<br /><b>2</b> vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἴναρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φύλλο]] ή το [[κλαδί]] της αμπέλου (α. «[[ἄμπελος]] περιτανύουσα τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἄμπελος]] διατηρεῑ τὸν καρπὸν [[ἄνευ]] οἰνάρων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> το [[κλήμα]], η [[άμπελος]] («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς [[βότρυς]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάλος]]: <i>φάλ</i>-<i>αρον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνᾰρον Medium diacritics: οἴναρον Low diacritics: οίναρον Capitals: ΟΙΝΑΡΟΝ
Transliteration A: oínaron Transliteration B: oinaron Transliteration C: oinaron Beta Code: oi)/naron

English (LSJ)

τό,

   A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr.HP9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc.    II vine, Alciphr. 3.22.

Greek (Liddell-Scott)

οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.

Greek Monolingual

οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].