ὀρείφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parcourt les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
|btext=ος, ον :<br />qui parcourt les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρείφοιτος]] και [[ὀρεσίφοιτος]] και [[οὐρεσίφοιτος]] -ον (Α)<br />αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.<br />β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.<br />γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αερό</i>-<i>φοιτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 372] Gebirge durchschweifend, Schol. Opp. Hal. 3, 386.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.

Greek Monolingual

ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος -ον (Α)
αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.
β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.
γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. αερό-φοιτος].