παξαμᾶς: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶ (ὁ) :<br />biscotte, biscuit.<br />'''Étymologie:''' Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.
|btext=ᾶ (ὁ) :<br />biscotte, biscuit.<br />'''Étymologie:''' Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[διπυρίτης]] [[άρτος]], [[ψωμί]] που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[παξιμάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα του Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής του 1ου μ.Χ. αιώνα].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παξαμᾶς Medium diacritics: παξαμᾶς Low diacritics: παξαμάς Capitals: ΠΑΞΑΜΑΣ
Transliteration A: paxamâs Transliteration B: paxamas Transliteration C: paksamas Beta Code: pacama=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ,

   A biscuit (so called from the baker Paxamos), Gal.14.537 tit., Suid.:—Dim. παξαμάδιον, τό, Gal.14.554, Tz.H.2.574; παξαμάτιον, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

παξαμᾶς: ᾶ, ὁ, ὁ δίπυρος ἄρτος (κληθεὶς οὕτως ἴσως ἀπὸ τοῦ τὰ ὀψαρτυτικὰ γράψαντος Παξάμου), Παλλαδ. Λαυσαϊκ. 1081D, 1082A, Ἀποφθ. Πατέρ. 276C, Ἰω. Μόσχ. 3056C, Λέοντ. Τακτ. 13, 11. ― Ὡσαύτως παξαμάτης, ου, Ἀποφθ. Πατέρ. 241Α.

French (Bailly abrégé)

ᾶ (ὁ) :
biscotte, biscuit.
Étymologie: Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
διπυρίτης άρτος, ψωμί που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, παξιμάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα του Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής του 1ου μ.Χ. αιώνα].