παρακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] περισσότερα ως [[συμπλήρωμα]]· σε παρακ. -[[κέκτημαι]], έχω [[ακόμα]] μεγαλύτερη [[περιουσία]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακτάομαι Medium diacritics: παρακτάομαι Low diacritics: παρακτάομαι Capitals: ΠΑΡΑΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: paraktáomai Transliteration B: paraktaomai Transliteration C: paraktaomai Beta Code: parakta/omai

English (LSJ)

   A get over and above, ξεινικοὺς νόμους Hdt.4.80.

German (Pape)

[Seite 486] (s. κτάομαι), dazu erwerben, perf. daneben besitzen; ξενικοὺς νόμους, Her. 4, 80; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir auprès ou en outre ; au pf. avoir acquis ; posséder auprès ou en outre, acc..
Étymologie: παρά, κτάομαι.

Greek Monotonic

παρακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ περισσότερα ως συμπλήρωμα· σε παρακ. -κέκτημαι, έχω ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, σε Ηρόδ.