ὑποκαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=purger par le bas.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]].
|btext=purger par le bas.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποκαθαίρω]] ΝΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[καθαρίζω]] τον εντερικό [[σωλήνα]] με καθαρτικό, [[προκαλώ]] κενώσεις με [[χρήση]] καθαρτικών ή με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκβάλλω]], [[αποβάλλω]] με [[κάθαρση]] («ὑποκαθαίρει τὴν [[κόπρον]]», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθαίρω]] «[[καθαρίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκᾰθαίρω Medium diacritics: ὑποκαθαίρω Low diacritics: υποκαθαίρω Capitals: ΥΠΟΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: hypokathaírō Transliteration B: hypokathairō Transliteration C: ypokathairo Beta Code: u(pokaqai/rw

English (LSJ)

   A purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.

German (Pape)

[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.

French (Bailly abrégé)

purger par le bas.
Étymologie: ὑπό, καθαίρω.

Greek Monolingual

ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθαίρω «καθαρίζω»].